-
1 ΒΆΘος
ΒΆΘος, τό, Tiefe, Höhe; Ταρτάρου Aesch. Prom. 1031; αἰϑέρος Eur. Med. 1297; u. A.; Breite, Ggstz μῆκος Pol. 6, 29; τριχῶν, Länge der Haare, Her. 5, 9; vgl. Theocr. 8, 29; ὑποκαϑιεὶς ἄτομα πώγωνος βά-ϑη Ephipp. Ath. XI. 509 d. – Vom Heere nach Achill. Tact. 7 τὸ μετὰ τὸ μέτωπον ἅπαν, Suid. ὁ ἀπὸ λοχαγοῠ ἐπὶ οὐραγὸν στίχος κατὰ βάϑος λέγεται. So oft bei Xen., τὸ βάϑος τάττειν τάξιν εἰς δώδεκα, zwölf Mann hoch stellen, Cyr. 2, 4, 4, dem μέτωπον, der Fronte, entgegengesetzt; ἐπὶ πολλῶν ποιήσαντες τὸ βάϑος Hell. 3, 4, 13, u. sonst; ἐπὶ βάϑος Thuc. 5, 68; οἱ ἐν βάϑει, die tief im Lande wohnen, Geogr. – Von der Zeit, αἰώνων Synes. – Uebertr. von jeder Fülle, κακῶν Aesch. Pers. 457. 698; πλούτου Soph. Ai. 130; ἡγεμονίας Plut. Pomp. 53 Eur. Hel. 303; Geistesfülle, Plat. Theaet. 183 e u. Sp.; ἐν βάϑει πόσιος, tief im Gelag, Theocr. 14, 29.
-
2 βάθος
A depth or height, acc. as measured up or down,Ταρτάρου βάθη A.Pr. 1029
;αἰθέρος βάθος E.Med. 1297
, cf. Ar. Av. 1715; βάθους μετέχειν to be a solid, possessing depth as well as length and breadth, Pl.R. 528b;εἴτ' ἐν βάθεσιν εἴτ' ἐν τάχεσιν Id.Plt. 299e
;βάθους αὔξη Id.R. 528d
; opp. μῆκος, πλάτος, Arist.Ph. 209a5;μεγέθους τὸ ἐπὶ τρία [συνεχὲς] β. Id.Metaph. 1020a12
: with Preps., in depth,Hdt.
1.186; through and through,Plot.
5.8.10; , al.; , etc.;κατὰ βάθους Id.Mete. 339b12
; κατὰ βάθος in a descending scale, metaph. of causation, Dam.Pr.95: freq. in military sense, depth of a line of battle, X.HG3.4.13, etc.; in depth of line,Th.
5.68;ἐς β. ἐκτάξαι Arr.An.1.2.4
; β. τριχῶν, of long thick hair, Hdt.5.9;ἄτομα πώγωνος βάθη Ephipp.14.7
; interior of a country, Str.3.3.7, al.; depth, of perspective in a picture, Procop.Gaz.Ecphr. p.157 B.: pl., depths,Pl.
Ti. 44d, etc.; deep water, opp. shallows near shore, LXXPs.68(69).2, al., Ev.Luc.5.4;ἐν τοῖς βάθεσιν Arist. HA 599b9
.b Astron., = ταπείνωμα, Vett.Val.241.26.2 metaph.,κακῶν ὁρῶν β. A.Pers. 465
;ἢ μακροῦ πλούτου βάθει S.Aj. 130
, cf. Ep.Rom.11.33;β. ἡγεμονίας Plu.Pomp.53
; depth of mind, β. τι ἔχειν γενναῖον, of Parmenides, Pl.Tht. 184a; ἐν βάθει πόσιος deep in drink, Theoc.14.29;β. καρδίας ἀνθρώπου LXXJu.8.14
; τὰ β. τοῦ θεοῦ, τοῦ Σατανᾶ, 1 Ep.Cor.2.10, Apoc.2.24.3 of lit. style, bathos,ὕψους ἢ β. Longin.2.1
. (Substituted for βένθος under the influence of βαθύς.) -
3 ἐπί
ἐπί, Thess. (before τ)Aἐτ IG9(2).517.14
(iii B. C.), Prep. with gen., dat., and acc., to denote the being upon or supported upon a surface or point.A WITH GEN.:I of Place,1 with Verbs of Rest, upon,καθέζετ' ἐ. θρόνου Il.1.536
;ἧστο.. ὑψοῦ ἐπ' ἀκροτάτης κορυφῆς 13.12
;ἐ. πύργου ἔστη 16.700
;κεῖται ἐ. χθονός 20.345
: without a Verb expressed, ἔγχεα ὄρθ' ἐ. σαυρωτῆρος (sc. σταθέντα)ἐλήλατο 10.153
; ἔκλαγξαν ὀϊστοὶ ἐπ' ὤμων the arrows on his shoulders, 1.46; ἐ. γῆς, opp. ὑπὸ γῆς, Pl.Lg. 728a: also with Verbs of Motion, where the subject rests upon something, as on a chariot, a horse, a ship, φεύγωμεν ἐφ' ἵππων on our chariot, Il.24.356;οὐκ ἂν ἐφ' ὑμετ έρων ὀχέων.. ἵκεσθον 8.455
;ἄγαγε.. δῶρ' ἐπ' ἀπήνης 24.447
;ἐπὶ τῆς ἁμάξης.. ὠχέετο Hdt.1.31
;ἐπὶ τῶν ἵππων ὀχεῖσθαι X.Cyr.4.5.58
;οὓς κῆρες φορέουσι.. ἐ. νηῶν Il.8.528
;πέμπειν τινὰς ἐ. τριήροιν X.HG5.4.56
, etc.;ἐπ' ὤμου.. φέρειν Od.10.170
; τὴν κλεῖδα περιφέρειν ἐφ' ἑαυτοῦ to carry the key about on his person, Numen. ap. Eus.PE14.7; βαδιοῦνται ἐ. δυοῖν σκελοῖν, ἐφ' ἑνὸς πορεύσονται σκέλους, Pl.Smp. 190d; ἐπ' ἄκρων ὁδοιπορεῖν walk on tiptoe, S.Aj. 1230; of places, upon, if the place is an actual support,νέρθε κἀπὶ γῆς ἄνω Id.OT 416
; ἐ. τοῦ εὐωνύμον on the left, ἐ. τῶν πλευρῶν on the flanks, X.An.1.8.9,3.2.36; but most freq., in, rarely in Hom., ἐπ' ἀγροῦ in the country. Od. 1.190;γᾶς ἐ. ξένας S.OC 1705
(lyr.);νήσου τῆσδ' ἐφ' ἧς ναίει Id.Ph. 613
;ἐ. ξένας δμωῒς ἐπ' ἀλλοτρίας πόλεος E.Andr. 137
(lyr.);οἱ ἐ. Θρᾴκης σύμμαχοι Th.5.35
;τοὺς ἐ. τῆς Ἀσίας κατοικοῦντας Isoc.12.103
; ἐπ' οἰκήματος κατίσαι, καθῆσθαι, in a brothel, Hdt.2.121.έ, Pl. Chrm. 163b;τοὺς ἐ. τῶν οἰκημάτων καθεζομένους Aeschin.1.74
;ἐ. τῶν ἐργαστηρίων καθίζειν Isoc.7.15
; μένειν ἐ. τῆς αὐτῶν (sc. χώρας ) remain in statu quo, Indut. ap. Th.4.118;οἱ ἐπ' ἐρημίας λῃστεύοντες Jul. Or.7.210a
; later of towns,ἐπ' Ἀλεξανδρείας BGU908.16
(ii A.D.), etc.; sts. also, at or near, ἐπ' αὐτάων (sc. τῶν πηγῶν) Il.22.153;κόλπος ὁ ἐ. Ποσιδηΐου Hdt.7.115
; αἱ ἐ. Λήμνου ἐπικείμεναι νῆσοι off Lemnos, ib.6 codd.; τὰ ἐ. Θρᾴκης the Thrace- ward region, Th.1.59, cf. IG12.45.17, etc.; ποταμοὶ ἐφ' ὧν ἔξεστιν ἡμῖν ταμιεύεσθαι.. on, i.e. near which.., X.An.2.5.18; ἐ. τῶν τραπεζῶν at the money-changers' tables, Pl.Ap. 17c; in Geom., αἱ ἐφ' ὧν AA BB [ γραμμαί] the lines AA BB, Arist.EN 1132b6, etc.; ἕλιξ ἐφ' ἇς τὰ ΑΒΓΔ a spiral ABCD, Archim.Spir.13 (cf. B.1.1k); also ἐ. τοῦ βάτου in the passage concerning the bush, Ev.Marc.12.26.2 in various relations not strictly local, μένειν ἐ. τῆς ἀρχῆς remain in the command, X.Ages.1.37; μένειν ἐ. τινος abide by it, D.4.9; ἐ. τῶν πραγμάτων, ἐ. τοῦ πολεμεῖν εἶναι, to be engaged in.., Id.15.11, Prooem.1; ἐ. ὀνόματος εἶναι bear a name, Id.39.21;ἔχεται πόλις ἐ. νόσου S.Ant. 1141
(lyr.).b of ships, ὁρμεῖν ἐπ' ἀγκύρας ride at (i.e. in dependence upon an) anchor, Hdt.7.188; ἐ. προσπόλου μιᾶς χωρεῖν dependent upon an attendant, S.OC 746.c with the personal and reflexive Pron., once in Hom.,εὔχεσθε.. σιγῇ ἐφ' ὑμείων Il.7.195
; later mostly with [ per.] 3rd pers., ἐπ' ἑωυτῶν κεῖσθαι by themselves, Hdt.2.2, cf. 8.32;οἰκέειν κώμην Id.5.98
;ἐ. σφῶν αὐτῶν αὐτόνομοι οἰκεῖν Th.2.63
;ἵζεσθαι Hdt.9.17
;ἐφ' ἑαυτῶν πλεῖν Th.8.8
; ἐπ' ὑμέων αὐτῶν βαλέσθαι consider it by yourselves, Hdt.3.71, etc.;αὐτὴ ἐφ' αὑτῆς σκοποῦσα Th.6.40
; ; ἐπ' ἑωυτῶν διαλέγονται speak in a dialect of their own, Hdt. 1.142; alsoαὐτοὶ ἐφ' ἑαυτῶν χωρεῖν X. An.2.4.10
; , cf. Sph. 217c; τὸ ἐφ' ἑαυτῶν μόνον προορώμενοι considering their own interest only, th.1.17.d with numerals, to denote the depth of a body of soldiers, ἐ. τεττάρων ταχφῆναι to be drawn up four deep, four in file, X.An.1.2.15, etc.; ἐ. πεντήκοντα ἀσπίδων συνεστραμμένοι, of the Thebansat Leuctra, Id.HG 6.4.12; ἐπ' ὀλίγων τεταγμένοι, i.e. in a long thin line, Id.An.4.8.11; ; ἐφ' ἑνὸς ἄγειν in single file, X.Cyr.2.4.2, cf. An.5.2.6; rarely of the length of the line,ἐ. τεσσάρων ταξάμενοι τὰς ναῦς Th.2.90
; in X.,ἐγένοντο τὸ μέτωπον ἐ. τριακοσίων.. τὸ δὲ βάθος ἐφ' ἑκατόν Cyr.2.4.2
; πλεῖν ἐ. κέρως, ἐ. κέρας, v. infr. c.1.3; ἐ. φάλαγγος γίγνεται τὸ στράτευμα is formed in column, An.4.6.6, etc. (but in E.Ph. 1467, ἀσπίδων ἔπι is merely in or under arms): hence, generally, ἐ. ὀκτὼ πλίνθων τὸ εὖρος eight bricks wide, X.An.7.8.14.e c. gen. pers., before, in presence of,ἐ. μαρτύρων.. πράσσεταί τι Antipho 2.3.8
;ἐξελέγχεσθαι ἐ. πάντων D.25.36
; so, before a magistrate or official,ἐ. τοῦ στρατηγοῦ POxy. 38.11
(i A.D.), cf. UPZ71.15 (ii B.C.), Ev.Matt.28.14;γράψομαί σε ἐ. Ῥαδαμάνθυος Luc.Cat.18
;τινὰ εἰς δίκην καὶ κρίσιν ἐ. τῶν στρατοπέδων προκαλεῖν Jul.Or.1.30d
;πίστεις δοῦναι ἐ. θεῶν D.H.5.29
; but ἐπὶ δικασταῖς is f.l. in D.19.243 (leg. ἔπη).f with Verbs of perceiving, observing, judging, etc., in the case of,ἐπὶ νούσων παντοίων ἐπύθοντο Emp.112.10
;ὁρᾶν τι ἐ. τινος X.Mem.3.9.3
;αἰσθάνεσθαί τι ἐ. τινος Pl.R. 406c
, etc.;τὴν γνώμην ἔχειν ἐ. τινος Hyp.Eux.32
;τὰ συμβόλαια ἐ. τῶν νόμων σκοπεῖν D.18.210
; ἐπ' αὐτῶν τῶν ἔργων ἂν ἐσκόπει ib.233, cf. 25.2 (v.l.);ἐφ' ἑνός τι παριδεῖν Lycurg.64
;τὰς ἐναντιώσεις ἐ. μὲν τῶν λόγων τηροῦντες, ἐ. δὲ τῶν ἔργων μὴ καθορῶντες Isoc.13.7
;οὐδεὶς ἐφ' αὑτοῦ τὰ κακὰ συνορᾷ Men.631
;ἀγνοεῖν τι ἐ. τινος X.Mem.2.3.2
; also with Verbs of speaking, on a subject,λέγειν ἐ. τινος Pl.Chrm. 155d
, R. 524e, etc.;ἐπιδεῖξαί τι ἐ. τινος Isoc.8.109
; .3 implying Motion:a where the sense of motion is lost in the sense of being supported, ὀρθωθεὶς.. ἐπ' ἀγκῶνος having raised himself upon his elbow, Il.10.80;ἐ. μελίης.. ἐρεισθείς 22.225
;τὴν μὲν.. καθεῖσεν ἐ. θρόνου 18.389
.b in a pregnant sense, denoting the goal of motion (cf.εἰς A.1.2
,ἐν A.1.8
), νῆα.. ἐπ' ἠπείροιο ἔρυσσαν drew the ship upon the land and left it there, 1.485; περάαν νήσων ἔπι carry to the islands and leave there, 21.454, cf.22.45;ἐ. τῆς γῆς καταπίπτειν X.Cyr.4.5.54
; ἀναβῆναι ἐ. τῶν πύργων ib.7.1.39;ἐπ' Ἀβύδου ἀφικομέναις Th.8.79
(v.l.); freq. of motion towards or (in a military sense) upon a place,προτρέποντο μελαινάων ἐ. νηῶν Il.5.700
;τρέσσε.. ἐφ' ὁμίλου 11.546
(but νήσου ἔ. Ψυρίης νέεσθαι to go near Psyria, Od.3.171); ἐπ' οἴκου ἀπελαύνειν, ἀναχωρεῖν, ἀποχωρεῖν, homewards, Hdt.2.121.δ, Th.1.30,87, etc.; also with names of places,ἰέναι ἐ. Κυζίκου Hdt.4.14
;πλεῖν ἐ. Χίου Id.1.164
, cf. 168; ἀποπλεῖν ἐπ' αἰγύπτου ib. 1;ἀπαλλάσσεσθαι ἐ. Θεσσαλίης Id.5.64
; ὁ κόλπος ὁ ἐ. Παγασέων φέρων the bay that leads to Pagasae, Id.7.193; ἡ ἐ. βαβυλῶνος ὁδός the road leading to B., X.Cyr. 5.3.45, cf.An.6.3.24.c metaph., ἐ. γνώμης τινὸς γίγνεσθαι come to an opinion, D.4.7;ἐπ' ἐλπίδος γενέσθαι Plu.Sol.14
; ὡς ἐ. κινδύνου as if to meet danger, Th.6.34;ἐ. τοῦ ἀλύπως ζῆν
with a view to..,Pl.
Prt. 358b; cf. infr. B. 111.2.II of Time, in the time of,ἐ. προτέρων ἀνθρώπων Il.5.637
,23.332;ἐ. Κρόνου Hes.Op. 111
; ἐ. Κέκροπος, ἐ. Δαρείου, etc., Hdt.8.44,6.98, etc.;ἐ. τῶν τριάκοντα Lys.13.2
;ὀλιγαρχία ἡ ἐ. τῶν τετρακοσίων καταστᾶσα Isoc.8.108
; ἐ. τούτου τυραννεύοντος, ἐ. Λέοντος βασιλεύοντος, ἐ. Μήδων ἀρχόντων, etc., Hdt.1.15,65, 134, etc.;ἐ. τῆς ἐμῆς βασιλείας Isoc.3.32
; ἐπ' ἐμεῦ in my time, Hdt.1.5, 2.46, etc.;ἡ εἰρήνη ἡ ἐπ' Ἀνταλκίδου D.20.54
, cf. X.HG5.1.36;αἱ ἐπ' Ἀσδρούβα γενόμεναι ὁμολογίαι Plb.3.15.5
; ἐπ' εἰρήνης in time of peace, Il.2.797, 9.403;ἐπ' ἐμῆς νεότητος Ar.Ach. 211
(lyr.);ἐ. Λάχητος καὶ τοῦ προτέρου πολέμου Th.6.6
; ἐπ' ἡμέρης ἑκάστης v.l. for -ῃ -τῃ in Hdt.5.117.b later ἐ. δείπνου at dinner, Luc.Asin.3; ἐ. τῆς τραπέζης, ἐφ' ἑκάστης κύλικος, Plu.Alex.23; ἐ. τῆς κύλικος, ἐ. τοῦ ποτηρίου, Luc.Pisc.34, Plu.Alex.53.III in various causal senses:1 over, of persons in authority,ἐπ' οὗ ἐτάχθημεν Hdt.5.109
; οἱ ἐ. τῶν πραγμάτων the public officers, D.18.247; freq. in forged decrees, ὁ ἐ. τῶν ὅπλων στρατηγός ib.38; ὁ ἐ. τῶν ὁπλιτῶν, τῶν ἱππέων, ib.116; ὁ ἐ. τῆς διοικήσεως ib.38 (but cf. c. 111.3); τοῦ ἐ. τῶν ὁπλιτῶν is f.l. in Lys. 32.5;ὁ ἐ. τῆς χώρας στρατηγός Plu.Phoc.32
;οἱ ἐ. τῶν σιτοποιῶν καὶ μαγείρων Id.Alex.23
;ὁ ἐ. τοῦ οἴνου Id.Pyrrh.5
; ὁ ἐ. τῶν ἐπιστολῶν τοῦ Ὄθωνος, = Lat. ab epistulis, his secretary, Id.Oth.9; cf. B. 111.6.2 κεκλῆσθαι ἐ. τινος to be called after him, Hdt.4.45;ἐ. τινος μετονομασθῆναι Id.1.94
:ἐ. τινος τὰς ἐπωνυμίας ἔχειν Id.4.107
; ἐ. τινος ἐπώνυμος γίγνεσθαι ib. 184; alsoἐπ' ὀνόματος καλεῖν Plb.5.35.2
.3 of occasions, circumstances, and conditions, οὐκ ἐ. τούτου μόνον, ἀλλ' ἐ. πάντων, on all occasions, D.21.38, cf. 183;ἐφ' ἑκάστων Pl.Phlb. 25e
;ἐφ' ἑκατέρου Id.Tht. 159c
;ἐφ' ἑκάστης μαντείας D.21.54
; ἐπ' ἐξουσίας καὶ πλούτου πονηρὸν εἶναι in.. ib.138; ἐ. τῆς ἀληθείας καὶ τοῦ πράγματος ib.72, cf. 18.17;τὴν ἐ. τῆς πομπῆς καὶ τοῦ μεθύειν πρόφασιν λαβών Id.21.180
;ἐ. σχολῆς Aeschin.3.191
;ἐπ' ἀδείας Plu. Sol.22
;ἐπ' ἀληθείας Ev.Marc.12.14
, POxy.255.16 (i A.D.): hence in adverbial phrases, ἐπ' ἴσας (sc. μοίρας) equally, S.El. 1062 (lyr.);ἐ. καιροῦ D.20.90
; ἐπ' ἐσχάτων at the last, LXXDe.17.7 (v.l. ἐσχάτῳ) ; ἐπὶ τοῦ παρόντος for the present, SIG543.6 (Epist. Philipp.).4 in respect of,ἐ. τῶν πραγμάτων Arist.Pol. 1280a17
, cf. EN 1131b18; concerning,τὰ ἐπ' αὐτῶν ἐνεστηκότα PTeb.7.6
(ii B. C.).B WITH DAT.:I of Place, upon, just like the gen. (hence Poets use whichever case suits the metre, whereas in Prose the dat. is more freq.):1 with Verbs of Rest,ἕζεο τῷδ' ἐ. δίφρῳ Il.6.354
;ἧντ' ἐ. πύργῳ 3.153
;στῆ δ' ἐ... νηΐ 8.222
;κεῖσθαι ἐ. τινι X.An.1.8.27
; καίειν ἐ. πᾶσι (sc. βωμοῖς) Il.8.240;ἔβραχε χαλκὸς ἐ. στήθεσσι 4.420
;ἐ. χθονὶ δέρκεσθαι 1.88
, etc.: also with Verbs of Motion, where the subject rests upon something, (v.l. for ἐν); ἐπ' ὤμοις φέρειν E.Ph. 1131
(but ἐφ' ἵππῳ, ἐφ' ἵπποις and the like are never used for ἐφ' ἵππου, etc.); of places, mostly in,ἐ. τῇ χώρῃ Hdt.5.77
;τἀπὶ Τροίᾳ πέργαμα S.Ph. 353
;ἐπ' ἐσχάτοις τόποις Id.Tr. 1100
;ἐ. τῇ ψυχῇ δάκνομαι Id.Ant. 317
; also, at or near,ἐ. κρήνῃ Od.13.408
;ἐ. θύρῃσι Il.2.788
, etc.; of rivers, etc., by, beside,ἐ. ὠκυρόῳ Κελάδοντι.. 7.133
, etc.;ἐπ' ἐσχάρῃ Od.7.160
;ἐ. νηυσί Il.1.559
, etc.; of persons, οὐ τἀπὶ Λυδοῖς οὐδ' ἐπ' Ὀμφάλῃ λατρεύματα in Lydia, in the power of O., S.Tr. 356.b on or over, ἐπ' Ἰφιδάμαντι over the body of Iphidamas, Il.11.261, cf. 4.470; ; also, over or in honour of,ἐ. σοὶ κατέθηκε.. ἄεθλα Od.24.91
; [βοῦς] ἐ. Πατρόκλῳ πέφνεν Il. 23.776
; , cf. Lys.2.80; in [dialect] Dor. and [dialect] Aeol.sepulchral Inscrr., Schwyzer 348,al.c in hostile sense, against, Hdt.1.61,6.74, 88, S.Ph. 1139 (lyr.), etc.; as a check upon,οἱ πρόβουλοι καθεστᾶσιν ἐ. τοῖς βουλευταῖς Arist.Pol. 1299b37
, cf. 1271a39; also, towards, in reference to,ἐ. πᾶσι χόλον τελέσαι Il.4.178
;ἐπ' ἔργοις πᾶσι S.OC 1268
;δικαιότερος καὶ ἐπ' ἄλλῳ ἔσσεαι Il.19.181
, cf. S.Tr. 994 (anap.), etc.;ἐ. τοῖς δυνατοῖς ἔχειν τὴν γνώμην Democr. 191
; τὸ ἐ. πᾶσιν τοῖς σώμασι κάλλος extending over all bodies, Pl. Smp. 210b; ἡ [παιδεία] ἡ ἐ. σώμασι, ἐ. ψυχῇ, Id.R. 376e; τἀπὶ σοὶ κακά the ills which lie upon thee, S.Ph. 806: in [dialect] Att. also, νόμον τίθεσθαι, θεῖναι ἐ. τινι, make a law for his case, whether for or against, Pl.Grg. 488d, Lexap.And.1.87;νόμους ἀναγράψαι ἐ. τοῖς ἀδικοῦσι D.24.5
; νόμος κεῖται ἐ. τινι ib.70; τἀπὶ τῷ πλήθει νενομοθετημένα ib.123, cf. 142; τί θεσμοποιεῖς ἐ. ταλαιπώρῳ νεκρῷ; E.Ph. 1645.d. of accumulation, upon, after, ὄγχνη ἐπ' ὄγχνῃ one pear after another, pear on pear, Od.7.120;ἐ. κέρδεϊ κέρδος Hes.Op. 644
;ἄτη ἑτέρα ἐπ' ἄτῃ A. Ch. 404
(lyr.); πήματα ἐ. πήμασι, ἐ. νόσῳ νόσος, S.Ant. 595, OC 544 (both lyr.).e. in addition to, over and above, besides, οὐκ ἄρα σοί γ'ἐ. εἴδεϊ καὶ φρένες ἦσαν Od.17.454
, cf. 308;ἄλλα τε πόλλ' ἐ. τῇσι παρίσχομεν Il.9.639
, cf. Od.22.264; ἐ. τοῖσι besides, 24.277;ἐ. τούτοις Him.Or.14.10
; so of Numerals,τρισχιλίους ἐ. μυρίοις Plu.Publ.20
, cf. Jul.Or.4.148c, etc.;γυναῖκ' ἐφ' ἡμῖν.. ἔχει E.Med. 694
: with Verbs of eating and drinking, with,ἐ. τῷ σίτῳ πίνειν ὕδωρ X.Cyr.6.2.27
; νέκταρποτίσαι ἐπ' ἀμβροσίᾳ Pl.Phdr. 247e
; esp. of a relish, κάρδαμον μόνονἐ. τῷ σίτῳ ἔχειν X.Cyr.1.2.11
;παίειν ἐφ' ἁλὶ τὰν μᾶδδαν Ar.Ach. 835
: metaph., ἐ. τῷ φάγοις ἥδιστ' ἄν; ἐ. βαλλαντίῳ; Id.Eq. 707; later ἐ. γογγυλίσι διαβιῶναι live on turnips, Ath.10.419a.g. in dependence upon, in the power of,τὰ δ' οὐκ ἐπ' ἀνδράσι κεῖται Pi.P.8.76
; ἐ. τινί ἐστι it is in his power to do, c.inf., Hdt.8.29, etc.;ἐ. σοί ἐστιν ἀναζωπυρεῖν M.Ant.7.2
;ἐ. ἑτέροις γίγνεσθαι Th.6.22
; ἐ. τῷ πλήθει in their hands, S.OC66, cf. Th.2.84; τὸ ἐπ' ἐμοί, τὸ ἐ. ἐκείνῳ, etc., as far as is in my power, etc., X. Cyr.5.4.11, Isoc.4.142, etc.;τὸ ἐ. τούτοις εἶναι Lys.28.14
; ἐ. τοῖς υἱάσι their property, Leg.Gort.4.37.h. according to, ἐ. τοῖς νόμοις Lexap.D. 24.56;ἐ. πᾶσι δικαίοις ποιούμεθα τοὺς λόγους Id.20.88
;ἐ. προφάσει θηρός S.Tr. 662
codd.(lyr.).i. of condition or circumstances in which one is,ἀτελευτήτῳ ἐ. ἔργῳ Il.4.175
, etc.;ἐπ' ἀρρήτοις λόγοις S.Ant. 556
; (lyr.);ταύταις ἐ. συντυχίαις Pi.P.1.36
;ἐπ' εὐπραξίᾳ S.OC 1554
;ἐ. τῷ παρόντι Th.2.36
; ἐπ' αὐτοφώρῳ λαβεῖν, v. αὐτόφωρος; also ἐ. τῷ δείπνῳ at dinner, X.Cyr.1.3.12, Thphr.Char. 3.2;ἐ. τῇ κύλικι Pl.Smp. 214b
;ἐ. θαλίαις E.Med. 192
(anap.).k. Geom., of the point, etc., at which letters are written, κέντρον ἐφ' ᾧ K Hippocr. ap. Simp.in Ph.64.14; ἡ [γραμμὴ] ἐφ' ᾗ HK the line HK, Arist.Mete. 375b22.2. with Verbs of Motion:a. where the sense of motion merges in that of support,ἐ. χθονὶ βαίνει Il.4.443
;θεῖναι ἐ. γούνασιν 6.92
;καταθέσθαι ἐ. γαίῃ 3.114
; ἱστὸν ἔστησεν ἐ.ψαμάθοις 23.853
;ἐ. φρεσὶ θῆκε 1.55
; δυσφόρους ἐπ' ὄμμασι γνώμαςβαλεῖν S.Aj.51
, etc.b. in pregnant construction, πέτονται ἐπ' ἄνθεσιν fly on to the flowers and settle there, Il.2.89; ἐκ.. βαῖνον ἐ.ῥηγμῖνι θαλάσσης Od.15.499
;καθεῖσεν ἐ. Σκαμάνδρῳ Il.5.36
; ἦλθε δ'ἐ. Κρήτεσσι 4.251
, cf. 273;νῆες εἰρύατ'.. ἐ. θινὶ θαλάσσης 4.248
.c. rarely for εἰς c.acc.,νηυσὶν ἔ. γλαφυρῇσιν ἐλαυνέμεν 5.327
, 11.274.d. in hostile sense, upon or against, ἐ. τινι ἔχειν, ἰθύνειν ἵππους, 5.240, 8.110; ἐ. τινι ἱέναι βέλος, ἰθύνεσθαι ὀϊστόν, 1.382, Od.22.8; ἐ. τοιἈκράγαντι τανύσαις Pi.O.2.91
;ἐ. Τυδεΐδῃ ἐτιταίνετο.. τόξα Il.5.97
;ἐφ' Ἕκτορι.. ἀκοντίσσαι 16.358
;κύνας.. σεύῃ ἐπ' ἀγροτέρῳ συΐ 11.293
;ὡρμήθησαν ἐπ' ἀνδράσιν Od.10.214
, cf. E.Ph. 1379, etc.: also ἐ. τινιτετάχθαι Th.2.70
, 3.13;ὅστις φάρμακα δηλητήρια ποιοῖ ἐ. Τηΐοισιν SIG37.2
(Teos, v B.C.).II. of Time, rarely, and never in good [dialect] Att., exc. in sense of succession (infr. 2), ἐ. νυκτί by night, Il.8.529;ἐφ' ἡμέρῃ, αἱ δ' ἐ. νυκτί Hes.Op. 102
; ἐπ' ἤματι τῷδε on this very day, Il.13.234; ἐπ' ἤματι for to-day, 19.229, 10.48, Od.2.284; αἰεὶ ἐπ' ἤματι every day, 14.105;ἐπ' ἡμέρῃ ἑκάστῃ Hdt.4.112
, 5.53, cf. D.S. 34/5.2.1;ὁ ἥλιος νέος ἐφ' ἡμέρῃ ἐστίν Heraclit.6
;ἐ. τρίς Act.Ap.10.16
, PHolm.1.18.2. of succession, after, ἕκτῃ ἐ. δέκα on the 16th of the month, Chron. ap. D.18.155, Decr.ib.181 ( δεκάτῃ codd.); τετράδιἐ. δέκα IG12.304.62
; πρὸ τῆς ἕκτης ἐ. δέκα ib.22.1361.19; ἐπ' ἐξεργασμένοισι, = Lat. re peracta, Hdt.4.164, etc.; ἐ. τινι ἀγορεύειν, ἀνίστασθαι, E.Or. 898, 902, X.Cyr.2.3.7, etc.;ἐ. διεφθαρμένοισι Ἴωσι Hdt.1.170
, τὰ ἐ. τούτοισι, = Lat. quod superest, Id.9.78, cf. Th.1.65, A.Ag. 255, etc.;τοὐπὶ τῷδε πῆμα E.Hipp. 855
(lyr.), etc.3. in the time of (cf. A. 11) only in Arc., A 21, cf. 666 (Orchom.).III. in various causal senses:1. of the occasion or cause, τετεύξεται ἄλγε' ἐπ' αὐτῇ for her, Il.21.585; ἐ. σοὶ μάλα πόλλ' ἔπαθον for thee, 9.492: freq. with Verbs expressing some mental affection,ἐπὶ παντὶ λόγῳ ἐπτοῆσθαι Heraclit.87
; μέγα φρονεῖν ἐ. τινι to be proud at or of a thing, Pl.Prt. 342d, X.HG3.4.11, etc.; χλιδᾶν ἐ . τινι S.El. 360; ἀγάλλεσθαι, ἀγανακτεῖν ἐ. τοῖς παροῦσι, X.An.2.6.26, Isoc.4.122;ὀνομαστὸς ἐ. τινι γεγονέναι X.Mem.1.2.61
; also ἐφ' αἵματι φεύγειν to be tried on a capital charge, D.21.105; πληγὰς λαμβάνεινἐ. τινι X.Cyr.1.3.16
;ζημιοῦσθαι ἐ. τινι D.24.122
, etc.: in adverbial phrases [δικάσσαι] ἐπ' ἀρωγῇ with favour, Il.23.574;δολίῃ ἐ. τέχνῃ Hes. Th. 540
;ἐ. μιῇ αἰτίῃ ἀνήκεστον πάθος ἔρδειν Hdt.1.137
, etc.; ἐ . κακουργίᾳ καὶ οὐκ ἀρετῇ for malice, Th.1.37; ἐπ' εὐνοία, ἐπ' ἔχθρα, D. 18.273, 21.55; ἐπ' ἀγαθῇ ἐλπίδι with.., X.Mem.2.1.18, cf. Ep.Rom. 4.18; ἐφ' ἑκατέροις in both cases, Pl.Tht. 158d, cf. Xenoph.34.4; ἐ.δάκρυσί τινα καταστένειν E. Tr. 315
(lyr.); ἐ. τῇ πάσῃ συκοφαντίᾳ καὶ διασεισμῷ Mitteis Chr. 31 vI (ii B.C.), etc.2. of an end or purpose,υἱὸν ἐ. κτεάτεσσι λιπέσθαι Il.5.154
, cf. 9.482; ἐ. δόρπῳ for supper, Od.18.44;ἐ. κακῷ ἀνθρώπου σίδηρος ἀνεύρηται Hdt.1.68
;ἐ. διαφθορῇ Id.4.164
;ἐ. σῷ καιρῷ S.Ph. 151
(lyr.);ἐ. τῷ κέρδει X.Mem.1.2.56
; δῆσαι ἐ. θανάτῳ or τὴν ἐ. θανάτῳ, Hdt.9.37, 3.119, cf.1.109, X.An.1.6.10;ἐ. θανάτῳ συλλαβεῖν Isoc.4.154
; ἐπ' ἐξαγωγῇ for exportation, Hdt.5.6; χρηστηριάζεσθαι ἐ. τῇ χώρῃ with a view to gaining.., Id.1.66;ἐ. τούτοις ἐθύσαντο X.An.3.5.18
;ἐ. τῷ ὑβρίζεσθαι Th.1.38
, cf.34, etc.;τι κακοτεχνεῖν ἐ. αἰσχύνῃ τοῦ ἀνδρός PEleph.1.6
(iv B.C.).3. of the condition upon which a thing is done, ἐ. τούτοισι on these terms, Hdt.1.60, etc.;ἐ. τοῖσδε, ὥστε.. Th.3.114
; ἐ. τούτῳ, ἐπ' ᾧτε on condition that.., Hdt.3.83, cf. 7.158: in orat. obliq., ἐπ' or ἐφ' ᾧτε folld. by inf., Id.1.22, 7.154, X.HG2.2.20;ἐφ' ᾧ μηδὲν κακὸν ποιήσουσιν Th.1.126
(but ἐφ' ᾧ = wherefore, Ep.Rom.5.12); ἐπ' οὐδενί on no condition, on no account, Hdt.3.38; but, for no adequate reason, D. 21.132; ἐπ' ἴσῃ τε καὶ ὁμοίῃ, ἐπὶ τῇ ἴσῃ καὶ ὁμοίᾳ, on fair and equal terms, Hdt.9.7, Th.1.27; ἐ. ῥητοῖς, v. ῥητός; also of a woman's dowry,τὴν μητέρα ἐγγυᾶν ἐ. ταῖς ὀγδοήκοντα μναῖς D.28.16
; γῆμαίτινα ἐ. δέκα ταλάντοις And.4.13
;τὴν θυγατέρα ἔχειν γυναῖκα ἐ. τῇ τυραννίδι Hdt.1.60
; on the principle of..,ἐ. τῷ μὴ λυπεῖν ἀλλήλους Th.1.71
.4. of the price for which..,ἔργον τελέσαι δώρῳ ἔ. μεγάλῳ Il.10.304
, cf. 21.445; ἐ. τίνι χρήματι; Hdt.3.38; ἐ. πόσῳ; Pl.Ap. 41a; ἐ .ταλάντῳ χρυσίου Ar.Av. 154
; ἐπ' ἀργυρίῳ λέγειν, πράττειν, D.19.182, 24.200;ἐ. χρήμασι λυμαίνεσθαι Id.19.332
;ἐ. πολλῷ ἐρρᾳθυμηκότες Id.1.15
; also of money lent at interest, δανείζεσθαι ἐ. τοῖς μεγάλοις τόκοις ibid.; ἐ. δραχμῇ δανείζειν lend at 12 per cent., Id.27.9; ἐπ' ὀκτὼ ὀβολοῖς τὴν μνᾶν τοῦ μηνὸς ἑκάστου δανείζειν, i.e. at 16 per cent., Id.53.13;ἐ. διακοσίαις εἴκοσι πέντε τὰς χιλίας
for per mille, i.e. 22.5 per cent., Syngr. ap. eund.35.10; also of the security on which money is borrowed,δανείζειν ἐ. ἀνδραπόδοις Id.27.27
; ἐπ' οἴνουκεραμίοις τρισχιλίοις Id.35.18
;ἐ. νηΐ Id.56.3
;δανείζειν ἐ. τοῖς σώμασιν Arist.Ath.9.1
, cf. 2.2, D.H.4.9.5. of names, φάος καὶ νὺξ ὀνόμασται..ἐ. τοῖσί τε καὶ τοῖς Parm.9.2
;ἐ. τῇ τοῦ οἰκείου ἔχθρᾳ στάσις κέκληται Pl.R. 470b
; soὄνομα κεῖται ἐ. τινι X.Cyr.2.2.12
; ὄνομα καλεῖνἐ. τινι Pl.Sph. 218c
, cf. 244b; πότερον ταῦτα, πέντε ὀνόματα ὄντα, ἐ.ἑνὶ πράγματί ἐστι Id.Prt. 349b
(v. supr. A. 111.2).6. of persons in authority, ὅς μ' ἐ. βουσὶν εἷσεν who set me over the kine, Od.20.209, cf. 221;ποιμαίνειν ἐπ' ὄεσσι Il.6.25
;οὖρον κατέλειπον ἐ. κτεάτεσσιν Od.15.89
;σημαίνειν ἐ. δμῳῇσι 22.427
; πέμπειν ἐ. τοσούτῳστρατεύματι Th.6.29
;ἐ. ταῖς ναυσίν X.HG1.5.11
;οἱ ἐ. ταῖς μηχαναῖς Id.Cyr.6.3.28
; οἱ ἐ. ταῖς καμήλοις ib.33;οἱ ἐ. τοῖς πράγμασιν ὄντες D. 9.2
;ἐ. θυγατρὶ.. γαμεῖν ἄλλην γυναῖκα Hdt.4.154
.7. in possession of, possessing,ἐ. τοῖς ἑαυτοῦ μένειν Th.4.105
, cf. 8.86; ζῆν ἐ. παιδίοις, τελευτᾶν ἐ. παιδὶ γνησίῳ, Alciphr.1.3, Philostr.VS2.12.2;ἐ. παισὶ διαδόχοις Hdn.4.2.1
;ἀποθανεῖν ἐ. κληρονόμοις ταῖς θυγατράσι Artem.1.78
, cf. PMeyer6.22 (ii A.D.);ἐ. μόνῳ παιδὶ σαλεύειν Hld. 1.9
.C. WITH Acc.:I. of Place, upon or on to a height, with Verbs of Motion,ἐ. πύργον ἔβη Il.6.386
, cf. 12.375; ἐ. τὰ ὑψηλότατα τῶνὀρέων ἀναβαίνειν Hdt.1.131
;προελθεῖν ἐ. βῆμα Th.2.34
; ἀναβιβαστέον τινά, ἀναβαίνειν ἐ. τὸν ἵππον, Pl.R. 467e, X.An.3.4.35; also ἐξ ἵππωνἀποβάντες ἐ. χθόνα Il.3.265
; ἐξεκυλίσθη πρηνὴς ἐ. στόμα upon his face, 6.43;ἐ. θρόνον.. ἕζετο 8.442
; ὤμω.. ἐ. στῆθος συνοχωκότε drawn together upon his breast, 2.218;Ὀδυσσῆ' εἷσαν ἐ. σκέπας Od.6.212
;θέσθαι ἐ. τὰ γόνατα X.An.7.3.23
;ἐπ' ἀμφότερα τὰ ὦτα καθεύδειν Aeschin.Socr.54
; ἐ. κεφαλήν head- foremost, Pl.R. 553b, Luc.Pisc.48 (v. κεφαλή): less freq. than ἐπί with gen. or dat.b. Geom., αἱ ἐ. τὰς ἁφὰς ἐπιζευγνύμεναι εὐθεῖαι joining the points of contact, Archim. Sph.Cyl.1.8; κάθετος ἐ. perpendicular to (v. κάθετος).2. to,ἦλθε θοὰς ἐ. νῆας Il.1.12
, etc.; ἐ. βωμὸν ἄγων ib. 440; ἴθυσαν δ' ἐ.τεῖχος 12.443
;ἐ. τέρμ' ἀφίκετο S.Aj.48
;ἡ [ὁδὸς] ἐ. Σοῦσα φέρει X. An.3.5.15
;ἡ ὁδὸς ἡ ἀπὸ τῶν Πυλῶν ἐ. τὸ Ποσειδώνιον Th.4.118
; ἐ.τὸ αὐτὸ αἱ γνῶμαι ἔφερον Id.1.79
: c.acc. pers.,βῆ δ' ἄρ' ἐπ' Ἀτρεΐδην Il.2.18
, cf. 10.18,85, 150, etc.: sts. in pregn. constr. with Verbs of Rest,ἐπιστῆναι ἐ. τὰς θύρας Pl.Smp. 212d
;παρεῖναι ἐ. τὸν τάφον Th.2.34
, cf. X.Cyr.3.3.12.b. metaph., ἐ. ἔργα τρέπεσθαι, ἰέναι, Il.3.422, Od.2.127;ἰέναι ἐ. τὸν ἔπαινον Th.2.36
;ἐ. συμφορὴν ἐμπεσεῖν Hdt.7.88
codd.; also ἐ. τὴν τράπεζαν ἀποδιδόναι, ὀφείλειν, pay, owe to the bank, D.33.12, Docum. ap. eund.45.31; ἡ ἐγγύη ἡ ἐ. τὴντράπεζαν D.33.10
; τὸ ἐ. τὴν τράπεζαν χρέως ib.24; also εἰσποιηθῆναι ἐ. τὸ ὄνομά τινος to be entered under his name, Id.44.36.c. up to, as far as ( μέχρι ἐ. X.An.5.1.[1]),παρατείνειν ἐπ' Ἡρακλέας στήλας Hdt.4.181
;ἐ. θάλασσαν καθήκειν Th.2.27
,97: metaph., ἐ. πείρατ' ἀέθλωνἤλθομεν Od.23.248
; ἐ. διηκόσια ἀποδιδόναι yield 200- fold, Hdt. 1.193; in measurements,πλέον ἢ ἐ. δύο στάδια X.Cyr.7.5.8
, An.6.2.2; ὅσον ἐ. εἴκοσι σταδίους ib.6.4.5, cf. 1.7.15: freq. with a neut. Adj. or Pron.,τόσσον τίς τ' ἐπιλεύσσει ὅσον τ' ἐ. λᾶαν ἵησιν Il.3.12
; ὅσσονἔφ' 2.616
, cf. 15.358; ἐ. τοσοῦτό γε φρονέω,.. ταύτην μηδὲν σίνεσθαι I am prudent enough, not to.., Hdt.6.97;ἐ. ὅσον δεῖ Th.7.66
; ἐ.πάντ' ἀφίξομαι S.OT 265
;ἐ. πᾶν ἐλθεῖν X.An.3.1.18
; ἐ. τὸ ἔσχατονἀγῶνος ἐλθεῖν Th.4.92
; ἐ. μεῖζον χωρεῖν, ἔρχεσθαι, ib. 117, S.Ph. 259;ἐ. μέγα χωρεῖν δυνάμεως Th.1.118
; ἐ. μακρότερον, ἐ. μακρότατον, Id.4.41, 1.1, Hdt.4.16, 192; ἐ. σμικρόν, ἐ. βραχύ, a little way, a little, S. El. 414, Th.1.118; ἐπ' ἔλαττον, ἐπ' ἐλάχιστον, Pl.Phd. 93b, Th.1.70; ἐπ' ὀλίγον, ἐ. πολλά, Pl.Sph. 254b; ἐ. πλέον still more, Hdt.2.171, 5.51, Th.2.51; rarely with Advs.,ἐ. μᾶλλον Hdt.1.94
, 4.181.d. before, into the presence of (cf. A. 1.2e),ἦγον δή μιν ἐ. τὰ κοινά Id.3.156
(but στὰς ἐ. τὸ συνέδριον standing at the door of the council, Id.8.79);ἐ. ἡγεμόνας καὶ βασιλεῖς ἀχθήσεσθε Ev.Matt.10.18
.e. in Military phrases (cf. A. 1.2d), ἐπ' ἀσπίδας πέντε καὶ εἴκοσιν ἐτάξαντο, i.e. twenty-five in file, Th.4.93; dub. in X., as ἐ. πολλοὺς τεταγμένοι many in file, An.4.8.11 codd.;ἐπ' ὀλίγον τὸ βάθος γίγνεσθαι Cyr.7.5.2
codd.; for ἐ. κέρας v. infr.3.3. of the quarter or direction towards or in which a thing takes place, ἐ. δεξιά, ἐπ' ἀριστερά, to the right or left, Il.7.238, 12.240, Od.3.171, Hdt.6.33, etc.; ἐ. τὰ ἕτερα or ἐ. θάτερα, Id.5.74, Th.1.87, etc.; ἐ. τὰ μακρότερα , βραχύτερα, on the longer, shorter side, Hdt.1.50; ἐπ' ἀμφότερα νοέων both ways, Id.8.22;ἐπ' ἀμφότερα μαχᾶν τάμνειν τέλος Pi.O.13.57
, etc.; ἐ. τάδε Φασήλιδος on this side, Isoc.7.80; ἐ. ἐκεῖνα, v. ἐπέκεινα; ἐφ' ἕν, ἐ. δύο, ἐ. τρία, of space, in one, two, three dimensions, Arist.de An. 404b23, Plot.6.3.13; in Military phrases, ἐ. δόρυ ἀναστρέψαι ,ἐ. ἀσπίδα μεταβαλέσθαι, to the spear or shield side, i.e. to right or left, X.An.4.3.29, Cyr.7.5.6; ἐ. πόδα ἀναχωρεῖν, etc., retire on the foot, i.e. facing the enemy, Id.An.5.2.32; so ἐ. κέρας or ἐ. κέρως πλεῖν, etc., sail towards or on the wing, i.e. in column (v. ): metaph., ἐ. τὸ μεῖζον κοσμῆσαι, δεινῶσαι, etc., with exaggeration, Th.1.10, 8.74, etc.;ἐ. τὸ πλέον ἀγγέλλεσθαι Id.6.34
; ἐ. τὸ φοβερώτερον ib.83; ἐ. τὰ γελοιότερα ἐπαινέσαι so as to provoke laughter, Pl. Smp. 214e; ἐ. τὰ καλλίω, ἐ. τὰ αἰσχίονα, Id.Plt. 293e; ἐ. τὸ βέλτιον καὶ κάλλιον, ἐ. τὸ χεῖρον καὶ τὸ αἴσχιον, Id.R. 381b; ἐ. τὸ ἄμεινον Orac. ap. D.43.66.4. in hostile sense, against,ἰέναι ἐ. νέας Il. 13.101
;ὦρτο δ' ἐπ' αὐτούς 5.590
; στρατεύεσθαι or -εύειν ἐ. τινα, Hdt. 1.71,77, Th.1.26, etc.;ἰέναι ἐ. φάτιν S.OT 495
(lyr.); πλεῖν ἐ. τοὺσἈθηναίους Th.2.90
;πέμπειν στρατηγὸν ἐ. τινας Hdt.1.153
; θύεσθαι ἐ. τινα offer sacrifice on going against.., X.An.7.8.21; ἐφ' ὑμᾶς to your prejudice, D.6.33, 10.57.5. of extension over a space, πουλὺν ἐφ' ὑγρὴν ἤλυθον over much water, Il.10.27: ἐπ' εὐρέα νῶταθαλάσσης 2.159
;ἐ. κύματα 13.27
; ; πλέων, λεύσσων ἐ. οἴνοπα πόντον, 7.88, 5.771;ἐ. πολλὰ δ' ἀλήθην Od. 14.120
;ἄγοισι.. Ἀνδρομάχαν.. ἐπ' ἄλμυρον πόντον Sapph.Supp. 20a
. 7: also with Verbs of Rest, ἐπ' ἐννέα κεῖτο πέλεθρα over nine acres he lay stretched, Od.11.577; τόσσον ἔπ' over so much, 5.251, cf. 13.114; διώκοντες ἐ. πολύ over a large space, Th.1.50, cf. 62, etc.; ἐ. πλεῖστον ib.4;ὡς ἐ. πλεῖστον 2.34
, etc.; freq. to be rendered on,δράκων ἐ. νῶτα δαφοινός Il.2.308
; ἵππους.. ἐ. νῶτον ἐΐσας ib. 765;ὅσσα τε γαῖαν ἔπι πνείει 17.447
; ἐ. γαῖαν εἰσὶ δύω [γένη] Hes.Op.11;ἀοιδοὶ ἔασιν ἐ. χθόνα Th.95
;ἐ. γᾶν μέλαιναν ἔμμεναι κάλλιστον Sapph. Supp.5.2
; also, among,κλέος πάντας ἐπ' ἀνθρώπους Il.10.213
, cf. 24.202, 535;δασσάμενοι [κτήματ'] ἐφ' ἡμέας Od.16.385
, cf. Pl.Prt. 322d.II. of Time, for or during a certain time,ἐ. χρόνον Il.2.299
, Od.14.193:πολλὸν ἐ. χρόνον 12.407
;παυρίδιον.. ἐ. χρόνον Hes. Op. 133
;ἐ. δηρόν Il.9.415
;ἐ. πολὺν χρόνον Pl.Phd. 84c
, etc.; ἐπ'ὀλίγον χρόνον Lycurg.7
; ἐ. χρόνον τινά, ἐ. τινα χρόνον, Pl.Prt. 344b, Grg. 524d;γῆν ἀπεμίσθωσαν ἐ. δέκα ἔτη Th.3.68
; ἐ. διετές Lexap.D. 46.20;ἐ. τρεῖς ἡμέρας X.An.6.6.36
; τὸ ἐφ' ἡμέραν ἀρκέσον enough for the day, Id.Cyr.6.2.34, cf. D.50.23, Hdt.1.32; ἐ. πολύ for a long time, Th.1.6, etc.2. up to, until a certain time, εὗδον παννύχιοςκαὶ ἐπ' ἠῶ καὶ μέσον ἦμαρ Od.7.288
;οὐδ' ἐ. γῆρας ἵκετ' 8.226
.III. in various causal senses:1. of the object or purpose for which one goes, ἀγγελίην ἔπι Τυδῆ στεῖλαν sent him for (i.e. to bring) tidings of.., Il.4.384 (dub.); ἐ. βοῦν ἴτω let him go for an ox, Od.3.421;ἐ. τεύχεα δ' ἐσσεύοντο Il.2.808
;ἐλθεῖν πρός τινα ἐπ' ἀργύριον X.Cyr.1.6.12
; πέμπειν εἴς τινα ἐ. στράτευμα ib.4.5.31; ἴτω τις ἐφ' ὕδωρ ib.5.3.49; ἥκειν ἐ. τοὺς τόκους for (i.e. to demand) the interest, D.50.61: less freq. c. acc. pers.,ἐπ' Ὀδυσσῆα ἤϊε Od.5.149
, cf. S.OT 555;κατῆλθον ἐ. ποιητήν Ar.Ra. 1418
;κατέρχονται ἐ. τὸν Ἀγόρατον Lys. 13.23
: with acc. of a Noun of Action, ἐξιέναι ἐ. θήραν go out hunting, X.Cyr.1.2.9; ἔπλεον οὐχ ὡς ἐ. ναυμαχίαν (v.l. for -μαχίᾳ) Th.2.83;ἐ. μάχην ἰέναι X.An.1.4.12
; ἔρχεσθαι, ἵζειν ἐ. δεῖπνον, Il.2.381, Od.24.394;ἐ. δόρπον ἀνέστη 12.439
;κληθεὶς ἐ. δεῖπνον Pl.Smp. 174e
, etc.;καλεῖν ἐ. ξείνια Hdt.2.107
,5.18; ἐ. τὴν θεωρίαν to see the sight, Ev.Luc.23.48, cf. PTeb.33.6 (ii B.C.): freq. with neut. Pron. or Adj., ἐ. τοῦτο ἐλθεῖν for this purpose, X.An.2.5.22, cf. Th.5.87; ἐπ' αὐτὸ , etc.; ἐ. τί; to what end? Ar.Nu. 256;ἐφ' ὅ τι Id.Lys.22
, 481; ἐφ' ἃ ἤλθομεν for which purpose, Th.7.15, etc.; ἐπὶ ἴσα for like ends, Pi.N.7.5 (but ἐ. ἶσα μάχη τέτατο, = ἴσως, Il.12.436); ἐ. τὸ βέλτιον to a better result, X.An.7.8.4; ἀναστῆσαί τινα ἐ. χριστὸν Θεοῦ set up as God's anointed, LXX 2 Ki.23.1: after an Adj., ἄριστοι πᾶσανἐπ' ἰθύν Il.6.79
, cf. Od.4.434;ἄπορος ἐ. φρόνιμα S.OT 691
(lyr.); χρήσιμοςἐ... οὐδέν D.25.31
: after a Noun,ὁδὸς ἐ. τι X.Cyr.1.6.21
; ὄργανα ἐ. τι ib.6.2.34.2. so far as regards,τοὐπὶ τήνδε τὴν κόρην S.Ant. 889
;ὅσον γε τοὐπ' ἐμέ E.Or. 1345
; τοὐπί σε, τὸ ἐ. σέ, Id.Hec. 514, X.Cyr.1.4.12;τὸ ἐ. σφᾶς εἶναι Th.4.28
; ὡς ἐ. τὸ πολύ for the most part, Arist.Top. 100b29, etc.;ἐ. πᾶν Th.2.51
; τὸ πρὸς ἅπανξυνετὸν ἐ. πᾶν ἀργόν Id.3.82
;κρείσσων ἐπ' ἀρετήν Democr.181
; ἐ.μέγα Call.Dian.55
.3. of persons set over others, ἐ. τοὺς πεζοὺςκαθιστάναι ἄρχοντα X.Cyr.4.5.58
, cf. HG3.4.20; στρατηγὸς ἐ. τοὺς ὁπλίτας, ἐ. τὴν χώραν, Arist.Ath.61.1, IG22.682.24;ἐ. τὸν Πειραιέα Arist.Ath.
l.c.;ἐ. Ῥαμνοῦντα IG2.1206b
(cf. A. 111.1); οἱ θεσμοθέταιοἱ ἐ. τοὺς νόμους κληρούμενοι D.20.90
.4. according to, by, ἐ. στάθμην by the rule, Od.5.245, 21.44, etc.D. POSITION:— ἐπί may suffer anastrophe ([etym.] ἔπι) and follow its case, as in Il.1.162; it may like wise follow its Verb,ἤλυθ' ἔπι ψυχή Od.24.20
, cf. Il.9.539.II. in Poets it is sts. put with the second of two Nouns, though in sense it also governs the first, ἢ ἁλὸς ἢ ἐ.γῆς Od.12.27
, cf. S.OT 761, Ant. 367 (lyr.).E. ABS., used adverbially, without anastrophe, καὶ ἐ. σκέπαςἦν ἀνέμοιο Od.5.443
; κτεῖνον δ' ἐ. μηλοβοτῆρας as well, Il.18.529; esp. ἐ. δέ.. and besides.., Hdt.7.65,75, etc.;πολιαί τ' ἐ. ματέρες S. OT 182
(lyr.).II. ἔπι, for ἔπεστι, there is, Il.1.515, 3.45, Od.16.315; οὐ γὰρ ἔπ' ἀνήρ.. there is no man.., 2.58; σοὶ δ' ἔ. μὲν μορφὴἐπέων 11.367
;ἔ. δέ μοι γέρας A.Eu. 393
codd. (lyr.).F. PROSODY: in ἐπιόψομαι, ι is not elided before a vowel; also in some words where σ or ϝ has been lost, as ἐπιάλμενος, ἐπιείκελος, ἐπιεικής, ἐπιέξομαι (v. ). [dialect] Dor. ἐπιεργάζομαι (v. ἐπιεργάζομαι).G. IN COMPOSITION:I. of Place, denoting,2. Motion,b. to or towards, ἐπέρχομαι, ἐπιστέλλω, ἐπαρίστερος, ἐπιδέξιος.c. against,ἐπαΐσσω, ἐπιπλέω 11
, ἐπιστρατεύω, ἐπιβουλεύω.e. over a place, as in ἐπαιωρέομαι, ἐπαρτάω.f. over or beyond boundaries, as in ἐπινέμομαι.g. implying reciprocity, as in ἐπιγαμία.3. Extension over a surface, as in ἐπαλείφω, ἐπανθίζω,ἐπιπέτομαι, ἐπιπλέω 1
, ἐπάργυρος, ἐπίχρυσος.4. Accumulation of one thing over or besides another, as in ἐπαγείρω, ἐπιμανθάνω, ἐπαυξάνω, ἐπιβάλλω, ἐπίκτητος.5. Accompaniment, to, with, as in ἐπᾴδω, ἐπαυλέω, ἐπαγρυπνέω: hence of Addition, ἐπίτριτος one and 1/3 more, 1 +1/3; so ἐπιτέταρτος, ἐπίπεμπτος, ἐπόγδοος, etc.6. with Adjs., somewhat, slightly, as in ἐπίξανθος, ἐπίπικρος.II. of Time and Sequence, after, as in ἐπιβιόω, ἐπιβλαστάνω, ἐπιγίγνομαι,ἐπακόλουθος, ἐπίγονος, ἐπιστάτης 1.2
.III. in causal senses:1. Superiority felt over or at, as in ἐπιχαίρω, ἐπιγελάω, ἐπαισχύνομαι.2. Authority over, as in ἐπικρατέω, ἔπαρχος, ἐπιβουκόλος, ἐπιποιμήν.3. Motive for, as in ἐπιθυμέω, ἐπιζήμιος, ἐπιθάνατος.4. to give force or intensity to the Verb, as in ἐπαινέω, ἐπιμέμφομαι, ἐπικείρω, ἐπικλάω. -
4 ἐπι-χρώννῡμι
ἐπι-χρώννῡμι (s. χρώννυμι), mit Farbe bestreichen, färben, οἶκον ἐρυϑήματι Luc. dom. 8; ὁ ἀὴρ ἐπικέχρωκε τὸν χαλκόν Plut. de Pyth. orac. 4; Luc. imag. 16 οὐκ ἄχρι τοῠ ἐπικεχρῶσϑαι μόνον, nur auf der Oberfläche, ἐς βάϑος δευσοποιοῖς τισι φαρμάκοις ἐς κόρον καταβαφεῖσα, tief, echt gefärbt; – übertr., οἱ ὄντως μὴ φιλόσοφοι δόξαις δὲ ἐπικεχρωσμένοι, die nur so den Anstrich davon haben, Plat. Ep. VII, 340 d.
-
5 ἐπί-πεδος
ἐπί-πεδος, von der Erde, στοαί, im Ggstz von ὑπερῷοι, D. Ha l. 3, 68; dem Erdboden gleich, flach, eben, γεώδης ἦν πᾶσα καὶ πλὴν ὀλίγων ἐπ. ἄνωϑεν, ohne Berge, Attika, Plat. Critia. 112 a; χωρίον Xen. u. Folgde; ἦν οὐ πάνυ ἐν ἐπιπέδῳ, ἀλλὰ πρὸς ὀρϑίῳ τὸ στρατόπεδον Xen. Hell. 6, 4, 14; τὸ ἐπίπεδον, die Fläche, bes. in der Geometrie, Ebene, Plat., vgl. z. B. μῆκος καὶ ἐπίπεδον καὶ βάϑος Legg. VII, 817 e; Euclid.; ἀριϑμός, Quadratzahl, Plat. Theaet. 148 a; Nicom. ar. 2, 7. – Einen unregelmäßigen compar. ἐπιπεδέστερος hat Xen. Hell. 7, 4, 13. – Adv. ἐπιπέδως, Nicom. Davon
-
6 επι
I.I(перед гласн. - ἐπ΄, перед придых. - ἐφ΄; in crasi: κἀπί, κἀπ΄ - ион. κἠπί = καὴ ἐπί; οὑπί = ὅ ἐπί; τοὐπί = τὸ ἐπί; τἀπί = τὰ ἐπί; анастроф. ἔπι)(1) (на вопрос «где?»)- на(στῆναι ἐπι πύργου Hom.; ἐφ΄ ἵππων καὴ ἐπὴ νεῶν βαίνειν Aesch.; ἐπὴ γῆς καὴ ὑπὸ γῆς Plat.)
ἐπὴ τῶν πλευρῶν Xen. — на флангах;ἐπὴ προσπόλου μιᾶς χωρεῖν Soph. — идти в сопровождении единственной помощницы;ἐπὴ τελευτῆς Arst. — в конце- у, при, близ, подле(κόλπος ὅ ἐπὴ Ποσιδηΐου Her.; μεῖναι ἐπὴ τοῦ ποταμοῦ Xen.)
αἱ ἐπὴ Λήμνου ἐπικείμεναι νῆσοι Her. — острова, лежащие близ Лемноса- в(ἐπὴ τοῦ προαστείου Thuc.; ἐπὴ τῶν ἐργαστηρίων καθίζοντες Isocr.; καταλῦσαι τὸν βίον ἐπὴ τῆς πατρίδος Luc.)
οἱ ἐπὴ Θρᾴκης Thuc. — находящиеся во Фракии;οἱ ἐπὴ τῆς Ἀσίας κατοικοῦντες Isocr. — жители Азии;ἐπὴ τῆς οἰκίας Polyb. — дома(2) (на вопрос «куда?») на(ἐπὴ τῆς γῆς καταπίπτειν Xen.)
— в, к, по направлению (ἐπὴ τοῦ κόλπου πλεῦσαι Thuc.; ἥ ἐπὴ Βαβυλῶνος ὁδός Xen.):ἐπὴ τῆς εὐθείας κινεῖσθαι Arst. — двигаться по прямой (линии);ἀναχωρεῖν ἐπ΄ οἴκου Thuc. — вернуться домой;ἐπί στρατοπέδου ἐλθεῖν Xen. — прийти в лагерь;ἐπὴ γνώμης τινός γενέσθαι Dem. — присоединиться к чьему-л. мнению(3) в присутствии, перед (лицом)(ἐπὴ μαρτύρων Isae., Xen.; ἐπὴ τοῦ δικαστηρίοιυ Isocr., Arst.)
ἐπ΄ ἐκκλησίας Thuc. — в народном собрании(4) (при числах, мерах и т.п.) поἐφ΄ ἑνός Xen. — по одному, поодиночке;
τὸ μέτωπον ἐπὴ τριακοσίων, τὸ δὲ βάθος ἐφ΄ ἑκατόν Xen. — по триста (человек) по фронту и по сто в глубину;ἐπὴ ὀκτὼ πλίνθων τὸ εὖρος Xen. — по восемь кирпичей в ширину(5) во время, в, при(ἐπὴ Κρόνου Hes., Plat.; ἐπὴ τῶν ἡμετέρων προγόνων Xen.; ἐπὴ δείπνου Luc.; ἐπὴ τῶν δείπνων Diod. и ἐπὴ τῆς τραπέζης Plut.)
ἐπὴ τῶν πράξεων Xen. — при наличии дела, когда нужно действовать;ἐπὴ τῆς ἐμῆς ζόης Her. — при моей жизни, пока я жив;ἐπ΄ ἐμεῦ Her., ἐπ΄ ἐμοῦ Dem. — в мое время;οἱ ἐφ΄ ἡμῶν Xen. — наши современники;ἐπὴ σχολῆς Aeschin. — в свободное время, на досуге;ἐπὴ τοῦ παρόντος Arst. — в настоящий момент, пока;ἐπὴ καιροῦ Dem. и ἐπὴ τῶν καιρῶν Aeschin. — вовремя, кстати:ἐπὴ μιᾶς ἡμέρας Luc. — в один (и тот же) день;ταύτας (τὰς πόλιας) ἐπ΄ ἡμέρης ἑκάστης αἵρεε Her. — (Даврис) брал эти города по одному в день(6) по поводу, насчет, относительно, о(ἐπί τινος λέγειν Plat., Arst.; ἐπί τινος σκοπεῖν Xen.; ἐπὴ πάντων ὀργίζεσθαι Dem.)
κρίνειν τι ἐπί τινος Dem. — высказывать какое-л. суждение о чем-л.(7) в соответствии с (чем-л.), на основании, по(8) (выраж. отношение, зависимость, причастность, должность и т.п.; в переводе часто опускается)ἐπὴ νόσου ἔχεσθαι Soph. — быть пораженным болезнью;
ἐπὴ τῆς φιλότητος Arst. — под влиянием любви;(αὐτὸς) ἐφ΄ ἑαυτοῦ Her., Thuc., Xen., Plat.; — сам по себе, тж. отдельно, самостоятельно;ἐπὴ ὀνόματός τινος εἶναι Dem. — носить какое-л. имя;ἥ ἐπ΄ Ἀνταλκίδου εἰρήνη Xen. — Анталкидов мир;τὸ ἐφ΄ ἑαυτῶν Thuc. — их собственные дела, их личные интересы;μένειν ἐπὴ τῆς ἀρχῆς Xen. — оставаться у власти;οἱ ἐπὴ τῶν πραγμάτων (ὄντες) Dem. — государственные деятели;ὅ ἐπὴ τῶν δεσμῶν Luc. — тюремщик;ὅ ἐπὴ τῶν ὁπλιτῶν Dem. — начальник гоплитов;ὅ ἐπὴ τῶν ἐπιστολῶν Plut. — писец, секретарь;ὅ ἐπὴ τοῦ οἴνου Plut. — виночерпий;οἱ ἐπ΄ ἀξίας Luc. — высокопоставленные лица(9) (преимущ. в нареч. оборотах) в, приἐπὴ πάντων Dem. — во всех случаях, при всех обстоятельствах;
ἐπὴ ἡσυχίας τινός Dem. — при (ввиду) чьей-л. беспечности;ἐπ΄ ἀδείας Plut. — в условиях безопасности;ἐπὴ σπουδῆς Plat. — прилежно, усердно;ἐπὴ ῥοπῆς μιᾶς εἶναι Thuc. — быть на волосок от гибели;ἐπ΄ αὐτῆς τῆς ἀληθείας Dem. — как оно действительно и есть (было), со всей истинностью;ἐπὴ κεφαλαίων Dem. — в общих чертах;ἔσται ὅ λόγος ἐπὴ παραδείγματος Aeschin. — скажем к примеру;ἐπ΄ ὅρκου Her. — клятвенно;ἐπ΄ ἴσας Soph. — равным образом, точно так же;οὐδ΄ ἐπὴ σμικρῶν λόγων Soph. — ни одним словечком, т.е. нисколько, никак(10) (по)среди, в числеοὐδεὴς ἐπ΄ ἀνθρώπων Soph. — никто из людей
(1) (на вопрос «где?») на(ἐπὴ πᾶσιν βωμοῖς καίειν τι Hom.; ζωέμεν ἐπὴ χθονί Hes.; ἐπὴ τῇ πυρᾷ κεῖσθαι Plat.)
ἐπὴ ταῖς οἰκίαις ἐπεῖναι Xen. — находиться на домах;ἐφ΄ ἵππῳ Xen. — на коне (верхом);ἐπὴ τῷ εὐωνύμῳ (sc. κέρᾳ) Xen. — на левом фланге:ἐπ΄ ἀμφοτέροις Arst. — с обеих сторон;— внутри, в (ἐπὴ δώμασιν ἕλκειν μακρόπονον ζωάν Eur.; ἐπὴ ταῖς οἰκίαισι τὰς δίκας δικάζειν Arph.);— при, у, возле (ἐπὴ Κελάδοντι μάχεσθαι Hom.; ἐπὴ θαλάττῃ οἰκεῖν Xen.):ἐπὴ δόξῃ κτίσαι τινά Plut. — прославить кого-л.(2) (на вопрос «куда?») на(ἐπὴ γαίῃ καταθέσθαι Hom.: ἐπὴ γᾷ πίπτειν Soph.)
— в, к, по направлению (βλέπειν ἐπί τινι Soph.):καταδεῖν ἵππους ἐπὴ κάπῃσιν Hom. — привязать лошадей к яслям;ἐπὴ οἷ καλέσας Hom. — подозвав к себе(3) в присутствии, перед(4) против(ἐπ΄ ἐχθροῖς χεῖρα τρέπειν Soph.; ἐπί τινι μηχανήν τινα ἱστάναι Eur.; τινὰ ἐπί τινι συνιστάναι Her.)
ἐφ΄ Ἕκτορι ἀκοντίζειν Hom. — метать в Гектора копья(5) (вслед) за(τῷ δ΄ ἐπὴ ὦρτο Διομήδης Hom.)
ἐπ΄ ἐξειργασμένοις Aesch., Her.; — после того, как дело свершилось;ἐπὴ τούτῳ ἀνέστη Προκλῆς καὴ εἶπεν Xen. — после него встал Прокл и сказал(6) кроме, помимо, сверх(ἐπὴ τούτῳ, ἐπὴ τῷδε и ἐπὴ τούτοις Her., Eur., Xen., Arst.)
τὰ λοιπὰ τὰ ἐπὴ τούτοισι Her. — то, что после этого осталось;τρισχίλιοι ἐπὴ μυρίοις Plut. — три тысячи сверх десяти тысяч, т.е. тринадцать тысяч;μεῖζον ἐπὴ κέρδεϊ κέρδος Hes. — огромная прибыль;φόνος ἐπὴ φόνῳ Eur. — непрерывный ряд убийств(7) за, позадиοἱ ἐπὴ πᾶσιν Xen. — следующие за всеми, т.е. арьергард:
(8) в честь, в память(ἐπί τινι λέγειν, sc. ἔπαινον Thuc., Lys., Plat.)
ὅ λίθινος λέων ἕστηκεν ἐπὴ Λεωνίδῃ Her. — каменное изваяние льва воздвигнуто в честь Леонида(9) (выраж. принадлежность или зависимость; в переводе обычно опускается)τἀπὴ σοὴ κακά Soph. — твои несчастья;
ἐπί τινι τήν ἀρχέν ποιεῖσθαι Plut. — передать кому-л. (свою) власть, т.е. назначить кого-л. своим преемником;καταλείπειν τι ἐπί τινι Arst. — предоставить что-л. на чьё-л. усмотрение;ἐπί τινι εἶναι Xen., Plat.; — быть в чьей-л. власти, находиться в чьём-л. распоряжении:ἐπὴ τῷ πλήθει κράτος, sc. ἐστίν Soph. — власть принадлежит народу;τὰ πάντα τότ΄ ἦν ἐπὴ τοῖς τότ΄ ἔθεσι Dem. — все было тогда обусловлено тогдашними нравами;τὸ ἐπὴ τούτοις εἶναι Lys. — насколько это от них зависит(10) (об управлении, начальствовании или владении) во главеἐπὴ τοσούτῳ στρατεύματι Thuc. — во главе столь большого войска;
ναύαρχος ἐπὴ ταῖς ναυσίν Xen. — флотоводец;ὅ ἐπὴ τοῖς καμήλοις Xen. — погонщик верблюдов;ἀπολιπεῖν τινα κληρονόμον ἐπὴ πολλοῖς κτήμασιν Plut. — оставить кого-л. наследником больших богатств(11) во время, в течение(ἐφ΄ ἡμέρῃ ἠδ΄ ἐπὴ νυκτί Hes.)
ἐπ΄ ἤματι Hom. — днем, но тж. в течение (одного) дня;ἐπὴ τῷ δείπνῳ ( или σίτῳ) Xen. — за трапезой;ἥλιος ἧν ἐπὴ δυσμαῖς — солнце клонилось к закату;ἐπὴ (τῇ) τελευτῇ Arst. — в конце;ἐπὴ κυνί Arst. — во время каникул, т.е. в самое знойное время года(12) сообразно, согласно, соответственно(ἐπὴ τοῖς νόμοις Dem.; καλεῖσθαι Ῥώμην ἐπὴ Ῥωμύλῳ τέν πόλιν Plut.)
κεκλῆσθαι ἐπί τινι Plat. — быть названным по имени чего-л.;ἐπὴ πᾶσι οικαίοις Aeschin., Dem.; — по всей справедливости(13) вследствие, по поводу, из-за(ἐπί τινι μάλα πολλὰ παθεῖν Hom., γελᾶν ἐπί τινι Aesch.)
ἐπ΄ εὐνοία τῆς πόλεως Lys. — из любви к отечеству;ἐφ΄ αἵματι φεύγειν Dem. — подвергнуться изгнанию за убийство(14) с целью, ради, дляἐφ΄ οἶς ἐλήλυθας Soph. — (то), ради чего ты прибыл;
ὀδόντες ἐπὴ τῷ διαιρεῖν Arst. — зубы для разрезания (пищи), т.е. резцы;ἐπὴ θανάτῳ συλλαβεῖν Isocr., Diod., Luc.; — схватить и предать смерти;ἐπὴ σωτηρίᾳ κοινῇ Plut. — для общего блага;ἐπ΄ ὠφελείᾳ τῶν φίλων Plat. — на пользу друзьям;ἐπ΄ ἀγαθῷ τινος Xen. — для чьего-л. блага(15) в отношении, что касается (до)ἐπὴ ἐπῶν ποιήσει Ὅμηρον μάλιστα τεθαύμακα Xen. — в области эпической поэзии я больше всего восторгаюсь Гомером
(16) (в мат. и проч. обозначениях)τὸ ἐφ΄ ᾦ — В Arst. ( нечто), обозначаемое буквой В
(17) против(ἥ ἐπὴ τῷ Μήδῳ συμμαχίᾳ Thuc.; νόμους ἐπὴ τοῖς ἀδικοῦσι ἀναγράψαι Dem.)
(18) ( об условии) на, заἐπ΄ ἀργύρῳ Soph., ἐπ΄ ἀργυρίῳ Dem., Arst. и ἐπὴ χρήμασιν Dem. — за деньги;
ἐπὴ κέρδεσι Soph. и ἐπὴ κέρδει Xen. — из-за выгоды;ἐπ΄ οὐδενί Her. — ни за что;ἐπὴ μεγάλοις τόκοις Dem. — за высокий процент;δανείζειν ἐπὴ νηΐ Dem. — давать ссуду под залог корабля;ἐπὴ τοῖς εἰρημένοις Eur. и ἐπὴ ῥητοῖς Thuc. — на (заранее) установленных условиях;ἐπὴ τῇ ἴσῃ καὴ ὁμοίᾳ Thuc. — на равных и одинаковых условиях(1) (на вопрос «где?») наἐπὴ πολύ Thuc., Xen.; — на далеком расстоянии;
ἐπ΄ ἀμφότερα Her., Arst.; — по обе стороны, с обеих сторон, в обоих направлениях;— у, при, в (ἐπὴ τὰς εἰσόδους στῆναι Xen.)(2) (на вопрос «куда?») наἡ ἀχθεῖσα ἐπὴ τέν βάσιν (sc. γραμμή) Arst. — опущенная на основание (прямая) линия, т.е. перпендикуляр;
— в, (по направлению) к (ἐπὴ βωμὸν ἄγειν Hom.; ἐπὴ συμφορέν ἐμπίπτειν Her.; ἐπὴ τέν περιφέρειαν φέρεσθαι Arst.; ἥ ὁδὸς ἐπὴ Ἐκβάτανα φέρει Xen.):ἐπὴ τέρμα ἀφίκετο Hom. — от достиг цели;ἐπὴ τὸ αὐτὸ αἱ γνῶμαι ἔφερον Thuc. — мнения сошлись(3) на протяжении, через, поπουλὺν ἐφ΄ ὑγρήν Hom. — по широко раскинувшемуся морю;
ἐπὴ πολλὰ ἀλήθην Hom. — я обошел много стран;ἐπὴ εἴκοσι σταδίους Xen. — на расстоянии двадцати стадиев(4) среди, между(κλέος πάντας ἐπ΄ ἀνθρώπους Hom.)
τὸ κάλλιστον γένος ἐπ΄ ἀνθρώπους Plat. — красивейшее из человеческих племен(5) против(πέμπειν στρατηγὸν ἐπί τινα Her.; ἰέναι ἐπὴ τοὺς πολεμίους Xen.)
ταῦτ΄ ἐφ΄ ὑμᾶς ἐστιν Dem. — это направлено против вас(6) во время, в течениеἐπὴ χρόνον Hom., Her. и ἐπὴ χρόνον τινά Plat. — в течение некоторого времени;
ἐπὴ δύο ἡμέρας Thuc. — в течение двух дней;ἐπὴ βραχύ Arst. — вскоре и вкратце(7) (вплоть) до(ἐπ΄ ἠῶ Hom.)
ἐπὴ γῆρας ἱκέσθαι Hom. — дожить до старости(8) сообразно, согласноἐπὴ στάθμην ἰθύνειν Hom. — выравнивать по (натянутому) шнуру;
ἐπὴ τοῦτον τὸν λόγον Lys. — на основании этих слов(9) ( разделительно) поἐπὴ πέντε καὴ εἴκοσιν Thuc. — по двадцати пяти;
ἐπὴ μίαν ναῦν Polyb. — по одному кораблю в ряд, т.е. в кильватерной колонне(10) ( при указании промежутка времени) на(ἐπὴ δέκα ἔτη Thuc.)
ὅσον ἐπ΄ ἀνθρώπων γενεάν Xen. — сколько хватило бы на (всю) человеческую жизнь;ἐπ΄ ἡμέρην ἔχειν Her. — иметь дневное пропитание(11) ( при указании числа или меры) в пределах, около, до(ἐπὴ διηκόσια Her.)
μέ ὅλος ψευδής, ἀλλ΄ ἐπί τι Arst. — ложный не вполне, а частично(12) что касается (до), в отношении(τοὐπὴ τήνδε τέν κόρην Soph.)
ἵπποι ἐπὴ νῶτον ἔϊσαι Hom. — кобылицы, равные по хребту, т.е. одинакового роста(13) с целью, дляἥκειν ἐπὴ πρᾶγος πικρόν Aesch. — прийти по печальному делу;ἐπὴ τὸ βοηθεῖν τινι Arst. — для оказания помощи кому-л.;χρήσιμος ἐπὴ οὐδέν Dem. — ни на что не годный(14) ( в наречных выражениях)ἐπὴ πᾶν Thuc., Arst. и ἐπὴ πάντα Plat. — в общем, в целом, вообще;
ἐπὴ βάθος Thuc. — в глубину;ἐπὴ διπλάσιον Xen. — вдвое;ἐπὴ πλέον καὴ μᾶλλον ἢ ἐπ΄ ἔλαττον καί ἧττον Plat. — в большей или в меньшей степени;ἐπὴ ἶσα Hom. — поровну, ( о борьбе) без чьего-л. перевеса;ἐπὴ ὅσον δεῖ Thuc. — (на)сколько нужно;ἐπὴ (σ)μικρόν Soph., Arst.; — немного, мало;ἐπὴ μεῖζον κοσμῆσαί τι Thuc. — чрезмерно разукрасить что-л.;ἐπὴ γελοιότερα Plat. — выставляя на смех;ἐπὴ τὸ ἄπειρον Arst. — до бесконечности, бесконечно;ἐπὴ τὸ χεῖρον Arst. — к худшему, во вред;ἐπὴ (τὸ) πολύ Xen., Arst.; — во многих случаях, (очень) частоIIadv.1) поверх, наверху, сверхуἐπὴ ἄλφιτα πάλυνεν Hom. — поверх (Гекамеда) насыпала муки;
χυτέν ἐπὴ γαῖαν ἔχευαν Hom. — сверху (над могилой Патрокла) насыпали курган2) тогда, затем3) а также, сверх того, далееἐπὴ δὲ πλήξιππον Ὀρέστην Hom. — (Гектор и Арей убили) также искусного наездника Ореста
II.Iанастрофически = ἐπί См. επι IIIοὐ γὰρ ἔπ΄ ἀνήρ, οἷος Ὀδυσσεὺς ἔσκεν Hom. — ибо нет мужа, каким был Одиссей;
ἔπι τοι καὴ ἐμοὴ θάνατος Hom. — ибо ведь и надо мной нависла смерть -
7 ἐπιχρώννυμι
A- κέχρωκα Plu.
(v.infr.): — rub or smear over, colour on the surface, tinge, τι Ruf.Anat.30, Plu. 2.395e, cf. Plot.4.5.7 ; τινι with a thing, Luc.Dom.8 ;οὐκ ἄχρι τοῦ ἐπικεχρῶσθαι μόνον, ἀλλ' ἐς βάθος.. φαρμάκοις.. καταβαφεῖσα Id.Im. 16
: metaph.,ψυχὴ ἐπακτὸν νοῦν ἔχει -χρωννύντα αὐτήν Plot.5.6.4
:— [voice] Pass., δόξαις ἐπικεχρωσμένοι merely tinged with.., Pl.Ep. 340d.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιχρώννυμι
-
8 ἐπιχρώννῡμι
ἐπι-χρώννῡμι, mit Farbe bestreichen, färben; οὐκ ἄχρι τοῠ ἐπικεχρῶσϑαι μόνον, nur auf der Oberfläche, ἐς βάϑος δευσοποιοῖς τισι φαρμάκοις ἐς κόρον καταβαφεῖσα, tief, echt gefärbt; übertr., οἱ ὄντως μὴ φιλόσοφοι δόξαις δὲ ἐπικεχρωσμένοι, die nur so den Anstrich davon haben -
9 πυκνόω
A make close or solid, , cf. Phld. Mort.8; of winds, νέφεσι π. τὸν οὐρανόν thickens it, Arist.Mete. 364b24:—[voice] Pass., of vapour and air, ib. 342a21, 344b4;νεφῶν πυκνουμένων Epicur.Nat.14
Fr.6.2 contract, condense, opp. μανόω, Arist.Spir. 485a31; of the effect of cold, Id.GA 783b1:—[voice] Pass., of frozen water, Antipho Soph.29, Arist.Metaph. 1042b28, Mu. 394a33; ὁ σίδηρος ὑπὸ τοῦ ψυχροῦ πυκνοῦται is contracted, Plu.Alc.6; of steam,ὁ ἀτμὸς -οῦται καὶ σταγόνες ἀποπίπτουσι Hp.Flat.8
.II pack close, ἑωυτούς close their ranks, Hdt.9.18, cf. Ascl.Tact.10.4, Ael.Tact.11.2 ([voice] Pass.);τὸ βάθος ἐπὶ τὸ δεξιόν Plb.18.24.8
;τὴν τάξιν εἰς βάθος Plu.Flam.8
; σαυτὸν στρόβει πυκνώσας spin yourself round and concentrate your thoughts, Ar.Nu. 701 (lyr.):—[voice] Pass., to be compressed,εἰς ἐλάττω τόπον Arist.Cael. 296a18
; [τὴν διάνοιαν] πυκνοῦσθαι εἰκός Plu.2.715c
; τῷ πνεύματι πυκνουμένῳ, i.e. without taking breath, Id.Dem.11.b in Logic, πυκνοῦται τὸ μέσον is compressed, becomes closer in signification, Arist.APo. 84b35; also πεπύκνωται [ ὁ Λυσίας] τοῖς νοήμασι, of a terse style, D.H.Lys.5.III close, shut up,π. τοὺς πόρους Thphr.Sud.27
;τὸν στόμαχον Plu.2.687d
;φλέβες πυκνωθεῖσαι Hp.Salubr.7
.IV [voice] Pass., to be thickly covered, ἡ γῆ τῶν [ ἰχνῶν] πυκνοῦται with traces, X.Cyn.5.7.V intr., become dense, Arist. Mete. 344a30, Pr. 934b15: in Tactics,πεπυκνωκότες ἀπὸ τῶν κεράτων ἐπὶ τὰ μέσα Plb.3.115.6
, cf. Ascl.Tact.4.4, Ael.Tact.11.6. -
10 πάρ-ειμι
πάρ-ειμι (s. εἰμί), daneben, dabei sein, bes. gegenwärtig od. anwesend sein; πάρεστε, Il. 2, 485; ἵπποι δ' οὐ παρέασι, 5, 192; παρεών, der Anwesende, oft, wie in Prosa, οἱ παρόντες, überall; sich bei Einem aufhalten, verweilen, Od. 5, 105. 129; μήλοισι, 4, 640; auch μάχῃ, einer Schlacht beiwohnen, 4, 197; ἐν δαίτῃσι, Il. 10, 217; bes. zum Beistand anwesend sein, wie adesse, beistehen, καὶ λίην τοι ἔγωγε παρέσσομαι, Od. 13, 393 Il. 18, 472; ἀρωγὴ δ' οὔτις ἀλλήλοις παρῆν, Aesch. Pers. 406; ἐγὼ παρὼν βέλεσι τοῖς Ἡρακλέους εἴρξω, Soph. Phil. 1392; vgl. Ar. Vesp. 732; Dem. τοῖς νῦν παροῠσιν αὐτῷ καὶ συνδικοῦσιν, 34, 12, u. sonst in Prosa; – zur Hand sein, vorräthig sein, von allem Besitzthum, τὰ παρεόντα, der vorhandene Vorrath, oft χαριζομένη παρεόντων, gern mittheilend von dem Vorhandenen, von den Speisen, welche nicht erst zubereitet zu werden brauchen, Od. 1, 140. 4, 56, auch von unkörperlichen Dingen, εἴ μοι δύναμίς γε παρείη, wenn mir die Macht zu Gebote stände, wenn ich die Macht hätte, 2, 62; ὅση δύναμίς γε πάρεστι, so Viel in meiner Macht ist, so Viel ich vermag, Il. 8, 294. 13, 786 Od. 23, 128; φίλων παρεόντων, Pind. Ol. 7, 6; εἴτ' αὐτὸς ἦν ϑνήσκοντος ἐγγύϑεν παρών, Aesch. Ch. 839; ϑάρσει παρέσται μηχανὴ δραστήριος, Spt. 1032; φόβος δὲ πᾶσι βαρβάροις παρῆν, Pers. 383; πενϑήμονες πά ρεισιν δόξαι, Ag. 421, u. so öfter auch von Gemüthszuständen; vgl. noch αἵ μοι μόναι παρῆσαν ἐλπίδων Soph. El. 800, πᾶσι ϑαῠμα δυςχερὲς παρῆν Ant. 254. – Von Vrbdgn merke man noch : παρεῖναι παρά τινι, Soph. Phil. 1057; οὗτος παρὰ σοὶ μάλα πλησίον ἀεὶ πάρεστιν, Plat. Phaedr. 243 e; – ἔν τινι, z. B. παρεῖναι ἐν ταῖς συνουσίαις, Plat. Prot. 335 b; vgl. Ar. Ach. 513 Av. 30; – εἰς –, sich nach einem Orte begeben daben und da sein, ἐς κοῖτον, εἰς Ἀσίην u. ä., Her. 1, 9. 6, 24. 8, 60, 3; Thuc. 6, 88; auch Ὀλυμπίαζε, 3, 8; εἰς τὴν ἐξέτασιν, Xen. An. 7, 1, 11, u. oft; auch ἐς μέσον φόνον, Eur. Or. 1314; – ähnlich ἐπὶ δεῖπνον, Her. 1, 21; ἐπὶ τὴν ϑυσίαν, ἐπὶ τὸ στράτευμα, ἐπὶ τὰς κώμας, Xen. An. 6, 2, 15. 7, 1, 35. 7, 4, 6 u. sonst; übertr., πάλιν ἐπὶ τὴν πρώτην πάρεσμεν ἀπορίαν, Plat. Theaet. 200 d; Gorg. 447 b; παρῆσαν ἐπὶ τοῦτο τὸ βῆμα, Dem. 1, 8; auch παρῆσαν ἐπὶ τοῖς ἀγῶσι, 24, 159, u. πάρεστι πρὸς τοῦτο καιροῦ τὰ πράγματα, die Sachen sind so weit gekommen, 2, 8; vgl. noch πρὸς σέ, πρὸς τὴν κρίσιν, Xen. An. 6, 3, 21. 4, 26; Ὀλυμπίαζε παρεῖναι, Thuc. 3, 8. – Das partic., gegenwärtig; τοῦ παρόντος ἀχϑηδὼν κακοῠ, Aesch. Prom. 26; πόνων τῶν νῦν παρόντων, 98; τῆς νῦν παρούσης πημονῆς, 469; im Ggstz von μέλλοντα κακά, Pers. 829; so Soph. u. Eur.; u. in Prosa; τὰ παρόντα κακά, Her. 8, 20; χρόνος, πόλεμος u. ä., bes. τὰ παρόντα, die gegenwärtige Lage der Dinge, die gegenwärtigen Umstände, Her. 1, 113 u. A.; auch τὰ παρεόντα πρήγματα, Her. 6, 100; τὰ παρόντα, jetzt, Soph. El. 218; ἡ νῦν παροῠσα ἡμέρα, Plat. Legg. III, 683 c; auch sing. τὸ παρεόν, Her. 1, 20; ἐν τῷ παρόντι, in der Gegenwart, für die gegenwärtige Lage, Thuc. 2, 88. 5, 63 u. öfter; auch ἐν τῷ τότε παρόντι, 1, 95; Plat. setzt gegenüber ἐν τῷ νῦν παρόντι καὶ ἐν τῷ ἔπειτα, Phaed. 67 c; vgl. τὰ γεγονότα καὶ τὰ παρόντα πρὸς τὰ μέλλοντα, Theaet. 186 a; Xen. An. 2, 5, 8; vgl. noch πρὸς τὸ παρόν, τὸ παρὸν αὐτίκα, Thuc. 3, 40; ἐκ τῶν παρόντων, 6, 70, wie Xen. An. 3, 2, 3, nach der gegenwärtigen Lage, wie es diese erfordert, vgl. Krüger zu der Stelle; πειρῶ τὸ παρὸν ϑεραπεύειν, Soph. Phil. 149; τὸ παρὸν εὖ ποιεῖν. Plat. Gorg. 499 c; παρὸν ἀργύριον, Dem. 33, 7. – Impers. gebraucht, πάρεστί μοι, es ist mir zur Hand, steht bei mir, ich habe es in meiner Gewalt, es hängt von mir ab, τοιαῦϑ' ἑλέσϑαι σοι πάρεστιν ἐξ ἐμοῦ, Aesch. Eum. 829; ὡς ἰδεῖν τέλος πάρεστιν, es ist möglich, man kann, Pers. 712, u. oft, wie bei Soph. u. Eur.; νῦν γὰρ πάρεστι καὶ δὶς αἰάζειν, Soph. Ai. 427; O. C. 1578; χαίρειν παρέσται, El. 130; Ar. Plut. 638; u. in Prosa, Her. 8, 20. 9, 70; πάρεστι τούτου πεῖραν λαμβάνειν, Plat. Gorg. 448 a; παρῆν μετρεῖν τὸ βάϑος τῆς χιόνος, Xen. An. 4, 5, 6. 7, 1, 26; Folgde. – Absol. wird so παρόν, ion. παρεόν gebraucht, da es möglich ist, angeht, παρεὸν αὐτοῖ σιἀποκτεῖναι ἐκείνους, Her. 6, 137 u. öfter, vgl. 1, 129. 5, 49. 7, 24; παρὸν φρονῆσαι, Soph. Phil. 1087; Eur. Suppl. 327; οἴνου μηδ' ὀσφραίνεσϑαι παρόν, Xen. An. 5, 8, 3; Sp., wie Plut. Fab. 11, τὸν λόφον ἐκ τοῦ ῥᾴστου κρύφα κατασχεῖν παρόν. – Dafür wird auch πάρα gebraucht, Il. 9, 227, Her. 7, 12. S. oben.
-
11 πορεύω
πορεύω (Pind.+; ApcSed 15:5=p. 136, 32 Ja. οἱ πορεύοντες) in our lit. only as mid. and pass. πορεύομαι (Trag., Hdt.+) impf. ἐπορευόμην; fut. πορεύσομαι; 1 aor. ἐπορεύθην; pf. ptc. πεπορευομένος. On the fut. aspect of the pres. s. B-D-F §323, 3; Rob. 869. On the durative sense of the pres. impv. πορεύου in contrast to the aor. πορεύθητι s. B-D-F §336, 1; also Rob. 855f; 890.① to move over an area, gener. with a point of departure or destination specified, go, proceed, travel, w. indication of the point of departure: ἀπό τινος depart from someone (cp. X., An. 4, 4, 17 ‘from the camp of Tiribazus’) Mt 25:41 (impv.); Lk 4:42b. ἐντεῦθεν 13:31 (impv.). ἐκεῖθεν Mt 19:15. W. indication of place to which: εἴς τι (X., Hell. 7, 4, 10; Is 22:15 εἴς τι πρός τινα; JosAs 28:5 εἰς τὴν ὕλην; ApcMos 10; Just., A II, 2, 6) to, in, into, toward Mt 2:20; 17:27; Mk 16:12; Lk 1:39; 4:42a; 9:56 (εἰς ἑτέραν κώμην, cp. Jos., Vi. 231); 22:33 (εἰς φυλακήν); J 7:35b; Ac 1:11; 19:21; 20:1, 22 (πορεύομαι=I am going, I am about to go); 22:5, 10; Ro 15:24, 25 (I am going, I am about to go); IPol 7:2; 8:2; Hv 1, 1, 3; 2, 1, 1. εἰς τὸν οἶκόν σου Lk 5:24; cp. AcPl Ha 4, 3 εἰς τὴν οἰκίαν. Of fish π. εἰς τὸ βάθος dive into the depth B 10:10b. Also of passing into the beyond, in a good sense of Paul and Peter: π. εἰς τὸν ἅγιον τόπον 1 Cl 5:7 v.l.; εἰς τὸν ὀφειλόμενον (ὀφείλω 2aα) τόπον τῆς δόξης 5:4 (so of Peter in Ac 12:17: WSmaltz, JBL 71, ’52, 211–16; s. Bruce, Acts on var. traditions), and in a bad sense of Judas the informer εἰς τὸ τόπον τὸν ἴδιον Ac 1:25. εἰς τὰ ἔθνη to the gentiles 18:6. ἐπὶ Καίσαρα π. go to Caesar, appear before the Emperor (ἐπί 10) 25:12. πρός τινα to someone (Soph., Ant. 892; Pla., Clit. 410c; Theophr., Char. 2, 1; Diog. L. 8, 43; Gen 26:26; TestAbr B 4 p. 109, 9 [Stone p. 66]; Just., A II, 2, 19) Mt 25:9; 26:14; Lk 11:5; 15:18; 16:30; J 14:12, 28; 16:28 (pres. w. fut. aspect in the three J pass. I am about to go); Ac 27:3; 1 Cl 31:4. σύν τινι with someone Lk 7:6; Ac 10:20; 26:13; 1 Cor 16:4b. ἐπί τι after someth. (ἐπί 4bα) Lk 15:4; (up) to someth. (ἐπί 4bγ) Mt 22:9; Ac 8:26; 9:11, also ἕως ἐπί τι 17:14. W. ἕως and gen. of place 23:23 (TestAbr A 2 p. 79, 1 [Stone p. 6,1]). W. διά and gen. of place through (X., An. 4, 7, 15) Mt 12:1; Mk 9:30 v.l. ποῦ (instead of ποῖ) J 7:35a. οὗ (instead of ὅποι, as 1 Macc 13:20) Lk 24:28a; 1 Cor 16:6. π. τῇ ὁδῷ go one’s way, proceed on one’s journey 1 Cl 12:4; also ἐπορεύετο τὴν ὁδὸν αὐτοῦ Ac 8:39 (cp. Josh 3:4; X. An. 2, 2, 11 πορεύεσθαι μακροτέραν [sc. ὁδόν]; Jos., Ant. 1, 282). π. ἐν τῇ ὁδῷ go along the road Lk 9:57; also π. κατὰ τὴν ὁδόν Ac 8:36; AcPl Ant 13, 19f (=Aa I 237, 4).—W. purpose indicated by an inf. (Gen 37:25; JosAs 25:2) Lk 2:3; 14:19, 31; J 14:2. Also ἵνα 11:11.—Somet. the place fr. which or to which is easily supplied fr. the context: θέλετε πορεύεσθαι you wish to go (i.e. to the house of the non-believer/non-Christian who has invited you) 1 Cor 10:27. πορ. (i.e. εἰς Ἰερουσαλήμ) 16:4a. πορ. (i.e. εἰς Δαμασκόν) Ac 22:6.—The aor. ptc. of πορ. is oft. used pleonastically to enliven the narrative (B-D-F §419, 2.—4 Km 5:10; Josh 23:16; GrBar 15:4; Jos., Ant. 7, 318); in any case the idea of going or traveling is not emphasized Mt 9:13; 11:4; 18:12; 21:6; 22:15; 25:16; 27:66; 28:7; Mk 16:10; Lk 7:22; 9:13; 13:32; 14:10 al.—Abs. (X., An. 5, 3, 2; TestAbr B 3 p. 107, 5 [Stone p. 62] καὶ ἀναστάντες ἐπορεύοντο) ἐπορεύθησαν they set out Mt 2:9. πορεύθητι καὶ πορεύεται go!, and he goes (cp. PGM 1, 185 πορεύου καὶ ἀπελεύσεται) 8:9; Lk 7:8 (opp. ἔρχεσθαι, as Epict. 1, 25, 10 Ἀγαμέμνων λέγει μοι ‘πορεύου …’. πορεύομαι. ‘ἔρχου’. ἔρχομαι; TestJob 34:5 ἐγὼ πορεύσομαι ἐληλύθημεν γὰρ ἵνα …).—Lk 10:37; be on the way, be journeying Lk 10:38; 13:33; Ac 9:3.—ἔμπροσθέν τινος (UPZ 78, 15 [159 B.C.] ἔμπροσθεν αὐτῶν ἐπορευόμην; Josh 3:6): ἔ. αὐτῶν πορεύεται he goes in front of them J 10:4 (schol. on Apollon. Rhod. 1, 577 προπορεύεται ὁ ποιμήν); cp. B 11:4 (Is 45:2). μὴ πορευθῆτε ὀπίσω αὐτῶν do not go after them Lk 21:8 (ὀπίσω 2a). προθύμως (+ μετὰ σπουδῆς v.l.) ἐπορεύετο he walked on with alacrity MPol 8:3.—πορεύου=go your way (Diog. L. 4, 11): πορεύου εἰς εἰρήνην Lk 7:50; 8:48 or ἐν εἰρήνῃ Ac 16:36 s. εἰρήνη 2a.—In imagery, of life gener. (Dio Chrys. 58 [75], 1 διὰ τ. βίου); abs. πορευόμενοι as they pass by (Jülicher, Gleichn. 529) Lk 8:14 (another mng.: step by step).—GKilpatrick, JTS 48, ’47, 61–63 (in synopt. gosp.).② to conduct oneself, live, walk (cp. Soph., Oed. Rex 884; LXX; PsSol 18:10) w. ἔν τινι foll.: (En 99:10 ἐν ὁδοῖς δικαιοσύνης; TestReub 1:6; 4:1 ἐν ἁπλότητι καρδίας; TestIss 3:1; TestAsh 4:5) ἐν ὁδῷ θανάτου B 19:2. ἐν ἀληθείᾳ (Tob 3:5 BA; Pr 28:6) Hm 3:4. ἐν ἀκακίᾳ καὶ ἁπλότητι v 2, 3, 2. ἐν ἀσελγείαις κτλ. 1 Pt 4:3. ἐν τῇ ἁγνότητι ταύτῃ Hm 4, 4, 4. ἐν ὁσιότητι 1 Cl 60:2. ἐν ταῖς ἐντολαῖς τοῦ κυρίου (cp. Ps 118:1 ἐν νόμῳ κυρίου) Lk 1:6; cp. Pol 2:2; 4:1; Hs 6, 1, 1–4. ἐν τοῖς προστάγμασιν 5, 1, 5.—κατά τι (Num 24:1; Wsd 6:4) κατὰ τὰς ἐπιθυμίας according to the passions 2 Pt 3:3; Jd 16, 18.—τῇ ὀρθῇ ὁδῷ πορ. follow the straight way Hm 6, 1, 2 (on the dat. s. B-D-F §198, 5; Rob. 521 and SIG 313, 20; LXX [reff. in Johannessohn, Kasus 57f]). ταῖς ὁδοῖς αὐτῶν Ac 14:16. τῇ ὁδῷ τοῦ Κάϊν Jd 11. τῷ φόβῳ τοῦ κυρίου live in the fear of the Lord Ac 9:31. ταῖς ἐντολαῖς μου Hs 7, 6f. ταῖς ἐπιθυμίαις τοῦ αἰῶνος τούτου 8, 11, 3.—πορ. ὀπίσω τινός in the sense ‘seek a close relation with’ (cp. Judg 2:12; 3 Km 11:10; Sir 46:10) οἱ ὀπίσω σαρκὸς ἐν ἐπιθυμίᾳ μιασμοῦ πορευόμενοι follow (i.e. indulge) their physical nature in desire that defiles 2 Pt 2:10. ὀπίσω τῶν ἐπιθυμιῶν Hv 3, 7, 3.③ go to one’s death, a euphemistic fig. ext. of 1 (cp. Lk 22:33 εἰς θάνατον πορεύεσθαι): die (SyrBar 14:2; Julian, Letter 14 p. 385d) Lk 22:22. (For the figure of death as a journey s. RLattimore, Themes in Gk. and Lat. Epitaphs: Illinois Studies in Language and Literature 28 nos. 1–2, §43 [=ed. 1962, 169–71]).—DELG s.v. πόρος II. M-M s.v. πορεύομαι. TW. -
12 πλάτος
πλάτος, ους, τό (πλατύς; Hdt.+; ins, pap, LXX; En 21:7; TestSol 11:8 C; TestAbr A 12 p. 91, 2 [Stone p. 30]; GrBar 11:8; EpArist; Philo; Jos., Bell. 7, 312, Ant. 8, 65, C. Ap. 2, 119.—ὁ πλάτος only as an oversight Eph 3:18 P46) extent from side to side, breadth, width, w. τὸ μῆκος Rv 21:16a as well as τὸ μῆκος and τὸ ὕψος vs. 16b. On τὸ πλάτος καὶ μῆκος καὶ ὕψος καὶ βάθος Eph 3:18 s. βάθος 1.—τὸ πλάτος τῆς γῆς Rv 20:9 comes fr. the OT (Da 12:2 LXX. Cp. Hab 1:6; Sir 1:3), but the sense is not clear: breadth = the broad plain of the earth is perh. meant to provide room for the countless enemies of God vs. 8, but the ‘going up’ is better suited to Satan (vs. 7), who has recently been freed, and who comes up again fr. the abyss (vs. 3).—In imagery (cp. Procop. Soph., Ep. 65; Nicetas Eugen. 2, 10 H. καρδίας πλάτος) τὰ δικαιώματα τοῦ κυρίου ἐπὶ τὰ πλὰτη τῆς καρδίας ὑμῶν ἐγέγραπτο the ordinances of the Lord have been written on your heart from side to side 1 Cl 2:8 (s. Pr 7:3; 22:20; 3:3 A; sim. metaphors Aeschyl., Prom. 789; Soph., Fgm. 540 TGF; cp. s.v. πλάξ.—Renehan ’75, 165).—DELG s.v. 1 πλατύς. -
13 κατα-δύω
κατα-δύω (s. δύω), 1) praes., impf., fut. u. aor. I. in trans. Bdtg, untergehen lassen, untertauchen, versenken; τοὺς γαυλοὺς καταδύσας Her. 6, 17; τὴν νῆα 8, 87; ναῦς Ar. Ran. 49; Thuc. 1, 54 u. öfter; Pol. 1, 25, 4; εἰ δέ τινα ὑμῶν λήψομαι ἐν τῇ ϑαλάττῃ, καταδύσω, Xen. An. 7, 2, 13; ein Schiff leck machen, daß es sinkt, Thuc. 1, 50; Xen. Hell. 1, 6, 35. 7, 32; übertr., ἐμὲ δὲ οἱ ἄλλοι ἄνϑρωποι καταδύουσι τῷ ἄχει, sie versenken mich in Kummer, Cyr. 6, 1, 38, vgl. 2 c; ἥλιον κατεδύσαμεν λέσχῃ, wir ließen über unser Geschwätz die Sonne untergehen, Callim. 47 (VII, 80), wie Aristaen. 1, 24 καταδύσειν μοι δοκῶ τὸν ἥλιον ἐπὶ μήκει τοῦ λόγου. – 2) Häufiger im aor. II. u. perf. mit intrans. Bdtg, wozu als Präsens καταδύομαι u. καταδύνω gehört, bei Hom. auch καταδύσεο, καταδύσετο, untergehen, untertauchen, versinken; – a) von der Sonne, aor. II., Il. 1, 475 u. öfter; ἀσπασίως δ' ἄρα τῷ κατέδυ φάος ἠελίοιο Od. 13, 53; ἅμα ἠελίῳ καταδύντι Il. 1, 592; πρόπαν ἦμαρ ἐς ἠέλιον καταδύντα, bis zum Untergang der Sonne, Od. 10, 183; H. h. Merc. 197 ἥλιος καταδυόμενος. Aehnlich καταδεδυκέναι τὴν νῆσον κατὰ ϑαλάττης Her. 2, 174; ἡ ναῦς κατεδύετο 8, 90; πλοῖα καταδυόμενα Plat. Polit. 302 a; ναῦς κατέδυσαν Pol. 1, 61, 6, öfter. – b) sich unter Etwas, in Etwas hineinbegeben, hineindringen, - schleichen; κατα δῠναι ὅμιλον Il. 10, 231 Od. 15, 327 u. öfter, sowohl sich in die Schaar hineinschleichen, um sich zu verbergen, als hineindringen, μάχην καταδύμεναι ἀνδρῶν Il. 3, 241; κατεδύσατο (Bekker κατεδύσετοπουλὺν ὅμιλον 10, 517, καταδύσεο μῶλον Ἄρηος, gehe in das Schlachtgetümmel, 18, 134. Aehnl. ἀνδρῶν δυςμενέων κατέδυ πόλιν Od. 4, 246, er begab sich heimlich hinein; καταδῦσα Διὸς δόμον Il. 8, 375; μυῖαι καταδῦσαι κατὰ ὠτειλάς 19, 25; καταδυσόμεϑ' εἰς Ἀΐδαο δόμους, wir werden in die Unterwelt hinabgehen, Od. 10, 174; καταδύνων εἰς ὕλην Her. 9, 37; übertr., καταδύεται εἰς τὸ ἐντὸς τῆς ψυχῆς ὅ τε ῥυϑμὸς καὶ ἁρμονία Plat. Rep. III, 401 d, er dringt ein, wie καταδύεσϑαι εἰς τὰς ἰδίας οἰκίας τὴν ἀναρχίαν VIII, 562 e. Auch Sp., καταδύσης αἰχμῆς εἰς βάϑος Plut. Rom. 20. – c) sich verbergen, verstecken, gew. mit dem Nebenbegriffe der Schaam; καταδύομαι ὑπὸ τῆς αἰσχύνης Xen. Cyr. 6, 1, 35; οὐκ ἂν ἐπὶ τούτῳ κατέδυ καὶ μέτριον παρέσχεν ἑαυτόν Dem. 21, 199, vgl. παρακάϑηται, οὐ καταδύεται τοῖς πεπραγμένοις Dem. 24, 182; ähnlich καταδεδυκὼς ἐν τῇ οἰκίᾳ τὰ πολλὰ ὡς γυνὴ ζῇ Plat. Rep. IX, 579 b; εἰς ἄπορον ὁ σοφιστὴς τόπον καταδέδυκεν, er hat sich zurückgezogen, versteckt, Soph. 239 c; καταδύνοντες ἐν τοῖς τέλμασι Pol. 5, 47, 2; καταδύονται εἰς φάραγγας Xen. Cyn. 5, 16; Sp., ἐν μυχῷ τοῦ συμποσίου ὑπ' αἰδοῦς καταδεδυκώς Luc. de merc. cond. 27. – d) sich anziehen, anlegen; κατέδυ κλυτὰ τεύχεα Il. 6, 504; καταδύς Od. 12, 228; κατεδύσετο (so Bekk., Wolf κατεδύσατο) Il. 7, 103; σπάργαν' ἔσω κατέδυνε ϑυήεντα H. h. Merc. 237; καταδῦναι ἃ καὶ πάρος εἵματα ἕστο Mosch. 4, 102.
-
14 μῆκος
A length, of a club, τόσσον ἔην μῆκος, τόσσον πάχος so large was it in length, so large in thickness, Od. 9.324;φιλότης ἴση μ. τε πλάτος τε Emp.17.20
, cf. Hdt.1.181, etc.;ἐς μῆκος Id.2.155
;εἰς τὸ μῆκος LXX Ge.12.6
;ἐν μήκει καὶ πλάτει καὶ βάθει Pl.Sph. 235d
, cf. Gorg.3, Arist.Ph. 209a5; ἐπὶ μῆκος lengthwise,ἐπὶ μ. ἔκτασις Id.HA 504a15
, al.;κατὰ μῆκος Id.Mete. 387a2
;μ. ὁδοῦ A.Fr. 378
, Hdt.1.72, etc.;πλοῦ Th.6.34
; μᾶκος ἔδικε threw a long distance, Pi.O.10(11).72: pl.,μήκη καὶ βάθη καὶ πλάτη Pl.Plt. 284e
, cf. Iamb.Comm.Math.26; τὰ μεγάλα μ. great lengths, Pl.Prt. 356d.b height, of a wall, Ar.Av. 1130; of persons, stature, Od.20.71; μῆκος in height, 11.312;εἰς μ. αὐξάνεσθαι X.Lac.2.6
.c generally, μήκει in linear measurement, Pl.Tht. 147d, cf. 148a; linearity, one-dimensional magnitude, opp. ἐπίπεδον, βάθος, Id.Lg. 817e: in Arith., in the first power, Theol.Ar.3,4.2 of Time,μ. χρόνου A.Pr. 1020
;ἐν μ. χρόνου S.Tr.69
; ; μ. λόγου, μ. τῶν λόγων, a long speech, A.Eu. 201, S.OC 1139;ἐν μήκει λόγων διελθεῖν Th.4.62
; μῆκος at length,εἰπέ μοι μὴ μ., ἀλλὰ σύντομα S. Ant. 446
.3 of Size or Degree, greatness, magnitude,ὄλβου Emp. 119
; μῆκος in greatness,ἔοικεν ἄλλῃ μ. οὐδὲν ἡδονῇ S.Ant. 393
.6 first line of phalanx, Ascl.Tact.2.5. (From same Root as μακρός. Hence μήκιστος, [comp] Sup. of μακρός.) -
15 πλάτος
A breadth, width,σώματος Simon.188
, etc.: abs., τὸ π. or π., in breadth. Hdt.1.193, 4.195, X.Oec.19.3;ἴση μῆκός τε π. τε Emp.17.20
.b Math., breadth, i.e. the second dimension,ἐν μήκει καὶ π. καὶ βάθει Pl.Sph. 235d
, cf. Arist.Ph. 209a5; κατὰ π., opp. κατὰ μῆκος, κατὰ βάθος, Id.Cael. 299b26, Mete. 341b34.3 latitude, whether terrestrial or celestial, Str.1.4.2, Cleom.1.4, 2.4, Ptol.Alm.2.12, Vett.Val.30.12.4 metaph., plane,ἐν τῷ ψυχικῷ π. Procl.Inst. 201
.5 plane of flat fish, Arist.HA 489b33; flat of the tail, ib. 549b1; flat part of the body of the fishing-frog, Id.PA 695b15.6 extension, breadth of a subject, Gal.1.316;οὐκ ὀλίγον τὸ π. Id.11.738
.7 = πλάτας, Judeich Altertümervon Hierapolis No.322, al.II metaph., range of variation, latitude,π. ἔχειν Plot.6.3.20
;ἡ ὑγίεια π. ἔχει Gal.6.12
, cf.11.737.III with Preps., ἐν πλάτει in a loose sense, broadly, Posidon. ap.Stob.1.8.42, Str.2.1.39, D.H.Comp.21, EM673.24; opp. κατ' ἀκρίβειαν, S.E.M.10.108;ὡς ἐν π. Sor.1.24
(but περὶ ὧν ἐν τῷ π. λέγομεν which we will discuss in detail, D.L.7.76); also ἐπὶ πλάτει Ἑλληνίζειν talk loose Greek, Phld.Po.2.9; κατὰ πλάτος λέγεσθαι to be said loosely, Chrysipp.Stoic.2.164, cf. Sor.1.6, 21.VI ἀργυρίου πλάτη, = δραχμαί, IG9(1).189.15 (Tithora, ii A.D.).------------------------------------A = πλάτας, IGRom.4.866 (Laodicea ad Lycum). -
16 ὄρθιος
ὄρθιος, bei den Att. auch 2 Endgn, 1) grad aufwärts, bergan; οἶμος, Hes. O. 292, Ggstz πρηνής; ὥςτε πάντας ὀρϑίας στῆσαι φόβῳ δείσαντας τρίχας, Soph. O. C. 1624, das Haar aufsträuben; vgl. Aesch. τριχὸς δ' ὀρϑίας πλόκαμος ἵσταται, Spt. 546; ἔϑειραι, Eur. Hel. 638; πύργος, Phoen. 1229; ὄρϑια ἦν τὰ γέῤῥα, Her. 9, 102; ὄρϑιον ἰέναι steht gegenüber dem ὁμαλές, Xen. An. 4, 6, 12; πρὸς ὄρϑιον ἄγειν, Cyr. 2, 2, 24; καταφέρεσϑαι κατὰ τοῦ ὀρϑίου, Arr. 1, 1, 11. – Gew. von der Stimme, gradauf tönend (oder aufregend?), laut, hell, ἤϋσε ϑεὰ μέγα τε δεινόν τε ὄρϑια, Il. 11, 11; ἰάχησε, ἐβόησε ὄρϑια φωνῇ, H. h. Cer. 20. 432; ὄρϑιον ὤρυσε, φώνασε, Pind. Ol. 9, 117 N. 10, 76, der auch übertr. sagt ὀρϑίαν ὕβριν κνωδάλων, P. 10, 36; ὄρϑια κωκύματα, Soph. Ant. 1191; κηρύγματα, El. 673; ὄρϑιον δ' ἅμα ἀντηλάλαξε ἠχώ, Aesch. Pers. 381; κελεύσματα, Ch. 740; κήρυγμα, Eur. I. A. 94; φϑέγματα, Hel. 1591; bes. νόμος, eine sehr hohe, helle Weise, Tonart, Her. 1, 24, Ar. Ach. 16 Equ. 1276; ἐπιτείνουσι τὸ φϑέγμα μέχρι πρὸς τὸ ὄρϑιον, Luc. bis acc. 11. – 2) in grader Richtung fortgehend; ἴχνος, Xen. Cyn. 6, 14; ὄρϑιον φεύγειν, 5, 29. Bei Her. 4, 101 steht τὰ ὄρϑια, τὰ ἐς τὴν μεσόγαιαν φέροντα dem τὰ ἐπικάρσια entgegen, von der Küste aufwärts, ins Land hinein. – Ἡ ὀρϑία, der rechte Winkel, Plut. Is. et Os. 56; übertr., ἤϑη ὄρϑια καὶ καϑαρά, Sull. 1. – In der Kriegssprache προςβάλλειν ὀρϑίοις λόχοις, Xen. An. 4, 2, 11, mit graden, colonneuartig aufmarschirten Lochen, wo die Soldaten einer hinter dem anderen gehen, im Ggstz zur Phalanx, wo ein Lochos mit breiterer Front eintritt, vgl. 4, 3, 17 u. 4, 8, 10, δοκεῖ παύσαντας τὴν φάλαγγα λόχους ὀρϑίους ποιῆσαι, wo die verschiedene Marsch- und Kampfweise bei beiden auseinandergesetzt ist; ὀρϑίους ποιεῖσϑαι τοὺς λόχους, Cyr. 3, 2, 6; s. Ael. Tact. 30; nach Suid. heißt überhaupt πᾶν τάγμα ὄρϑιον, ὃ ἂν τὸ βάϑος ἔχῃ πλέον τοῦ μήκους, im Ggstz von παράμηκες. Auch Pol. sagt so: προῆγον αὐτοὺς ὀρϑίους ἐπὶ τοὺς πολεμίους, 11, 23, 2; auch προςέβαλλον τοῖς κέρασιν ὀρϑίαις ταῖς Ῥωμαϊκαῖς δυνάμεσι, ib. 3.
-
17 ζηλόω
I c. acc. pers., vie with, emulate, τινα Th.2.37, Pl.R. 553a, Michel 1007.29 (Teos, ii B.C.):—[voice] Pass., Phld.Rh.1.125S., etc.: c.acc. rei, Th.2.64; in bad sense, to be jealous of, envy,ζηλοῖ δέ τε γείτονα γείτων Hes.Op.23
, cf. h.Cer. 168, 223, Theoc.6.27;τὴν αὑτοῦ γυναῖκα LXXSi.9.1
: abs., to be jealous, 1 Ep.Cor.13.4; through jealousy,Act.Ap.
7.9.b c. acc. pers., to be jealous for, LXXNu.11.29.2 esteem or pronounce happy, admire, praise, τινά τινος one for a thing, S.El. 1027, Isoc.4.91;ζηλῶ σε τῆς εὐβουλίας Ar.Ach. 1008
(lyr.);τῆς εὐγλωττίας Id.Eq. 837
;τῆς εὐτυχίας τὸν πρέσβυν Id.V. 1450
(lyr.);τοῦ πλούτου X.Smp.4.45
;τινὰ ἐπί τισι IG 12(5).860.47
(Tenos, i B.C.): more rarely,ζ. τινά τι S.Aj. 552
; ζ. σε ὁθούνεκα .. A.Pr. 332; τὴν πόλιν, ὅτι .. X.HG6.5.45; πολλά σε ζηλῶ βίου, μάλιστα δ' εἰ .. S.Fr. 584: c. part.,σε ζ. θανόντα πρὶν κακῶν ἰδεῖν βάθος A.Pers. 712
(troch.), cf.E.Or. 521: iron., ζηλῶ σε happy in your ignorance! Id.Med.60;ὑμῶν οὐ ζηλοῦμεν τὸ ἄφρον Th.5.105
:—[voice] Pass., to be deemed fortunate, .II c. acc.rei, desire emulously, strive after, affect, ;ἀρετήν Id.20.141
;ἀστρολογίαν Epicur.Ep.2p.53U.
; (ii A.D.);πίστιν Cod.Just.1.1.3.2
:—[voice] Pass., ;τὰ ζηλούμενα Arist.Rh. 1360b34
.III also of persons, pay zealous court to, Ep.Gal.4.17:—[voice] Pass., ib.18. -
18 κατατέμνω
A : [tense] aor. κατέτεμον (v. infr.); [dialect] Ion. and [dialect] Dor.κατέταμον Hdt.4.26
, Tab.Heracl.1.14:—cut in pieces, cut up,κρέα Hdt.
l.c., cf. Ar. Pax 1059;ἑαυτόν X.Mem.1.2.55
;τὴν κεφαλήν Aeschin.3.212
;γέρρα X.An.4.7.26
:—[voice] Med., κ. δέραν ὄνυχι lacerate, E.El. 146 (lyr., tm.):—[voice] Pass., τελαμῶσι κατατετμημένοις with regularly cut bandages, Hdt.2.86;σπλάγχνα κατατετμημένα Ar.Av. 1524
; χώρη ἐς διώρυχας -τέτμηται is cut up into ditches or canals, Hdt. 1.193, cf. 2.8; κατετέτμηντο ἐξ αὐτῶν (sc. τῶν διωρύχων)τάφροι ἐπὶ τὴν χώραν X.An.2.4.13
.b metaph.,τι ἐν τοῖς λόγοις κ. Pl.Hp.Ma. 301b
.2 c. dupl. acc., κ. τινὰ καττύματα cut him up into strips, Ar.Ach. 301; σῶμα κατατεμὼν κύβους having cut it up into cubes, Alex.187.4;τὴν βατίδα τεμάχη κατατεμών Ephipp.22
;ὅτι σμικρότατα τὸ σῶμα Pl.R. 610b
; κ. (sc. τὰν γᾶν) μερίδας τέτορας Tab.Heracl. l.c.: —[voice] Pass., κατατμηθείην λέπαδνα may I be cut up into straps, Ar.Eq. 768.3 κ. τὸν Πειραιᾶ lay it out in streets, Arist.Pol. 1267b23:— [voice] Pass., τὸ ἄστυ κατατέτμηται τὰς ὁδοὺς ἰθέας has its streets cut straight, Hdt.1.180.4 cut into the ground,κ. τοῦ χωρίου βάθος τρεῖς πόδας IG22.1668.7
; τὰ κατατετμημένα places where mines have already been worked, opp. τὰ ἄτμητα, X.Vect.4.27.5 cut down, pare, [τὸ δέρμα] ὁμαλῶς Hp.Fract.11
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατατέμνω
-
19 κύκλος
Aκύκλα Il.
, etc., v. infr.11.1, 3,9, 111.1:—ring, circle, ὅπποτέ μιν δόλιον περὶ κύκλον ἄγωσιν, of the circle which hunters draw round their game, Od.4.792; κ. δέκα χάλκεοι (concentric) circles of brass on a round shield, Il.11.33, cf. 20.280; but ἀσπίδος κύκλον λέγω the round shield itself, A.Th. 489, cf. 496, 591.2 Adverbial usages, κύκλῳ in a circle or ring, round about,κ. ἁπάντῃ Od.8.278
;κ. πάντῃ X.An.3.1.2
;πανταχῇ D.4.9
;τὸ κ. πέδον Pi.O.10(11).46
;κ. περιάγειν Hdt.4.180
;λίμνη.. ἐργασμένη εὖ κ. Id.2.170
;τρέχειν κ. Ar.Th. 662
;περιέπλεον αὐτοὺς κ. Th.2.84
;οἱ κ. βασιλεῖς X.Cyr.7.2.23
; ἡ κ. περιφορά, κίνησις, Pl.Lg. 747a, Alex. Aphr.in Top.218.3: freq. with περί or words compounded there with, round about,κ. πέριξ A.Pers. 368
, 418;περιστῆναι κ. Hdt.1.43
;βωμὸν κ. περιστῆναι A.Fr. 379
;ἀμφιχανὼν κ. S.Ant. 118
(lyr.);περιστεφῆ κ. Id.El. 895
;περισταδὸν κ. E.Andr. 1137
;κ. περιϊέναι Pl.Phd. 72b
, etc.;τοῦ φλοιοῦ περιαιρεθέντος κ. Thphr.HP4.15.1
; so κ. περὶ αὐτήν round about it, Hdt.1.185;περὶ τὰ δώματα κ. Id.2.62
; also κύκλῳ c. acc., withoutπερί, ἐπιστήσαντες κ. σῆμα Id.4.72
;πάντα τὸν τόπον τοῦτον κ. D.4.4
: c.gen.,κ. τοῦ στρατοπέδου X.Cyr.4.5.5
;τὰ κ. τῆς Ἀττικῆς D.18.96
, cf. PFay. 110.7 (i A.D.), etc.: metaph., around or from all sides, S.Ant. 241, etc.; κεντουμένη κύκλῳ ἡ ψυχή all over, Pl.Phdr. 251d; τὰ κ. the circumstances, Arist.Rh. 1367b29, EN 1117b2; ἡ κ. ἀπόδειξις, of arguing in a circle, Id.APo. 72b17, cf. APr. 57b18: with Preps.,ἐν κ. S.Aj. 723
, Ph. 356, E.Ba. 653, Ar.V. 432, etc.;ἅπαντες ἐν κ. Id.Eq. 170
, Pl. 679: c. gen., E.HF 926, Th.3.74;κατὰ κύκλον Emp.17.13
.1 wheel, Il.23.340; in which sense the heterocl. pl. κύκλα is mostly used, 5.722, 18.375; τοὺς λίθους ἀνατιθεῖσι ἐπὶ τὰ κύκλα on the janker, IG12.350.47.3 place of assembly, of theἀγορά, ἱερὸς κ. Il.18.504
;ὁ κ. τοῦ Ζηνὸς τὠγοραίου Schwyzer 701
B6 (Erythrae, v B.C.); ἀγορᾶς κ. (cf. κυκλόεις) E.Or. 919; of the amphitheatre, D.C.72.19.b crowd of people standing round, ring or circle of people,κ. τυραννικός S.Aj. 749
; κύκλα χαλκέων ὅπλων, i.e. of armed men, dub. in Id.Fr.210.9, cf. X. Cyr.7.5.41: abs., E.Andr. 1089, X.An.5.7.2 (both pl.), Diph.55.3.4 vault of the sky,ὁ κ. τοῦ οὐρανοῦ Hdt.1.131
, LXX 1 Es.4.34;πυραυγέα κ. αἰθέρος h.Hom.8.6
, cf. E. Ion 1147;ὁ ἄνω κ. S.Ph. 815
;ἐς βάθος κύκλου Ar.Av. 1715
;νυκτὸς αἰανὴς κ. S.Aj. 672
; γαλαξίας κ. the milky way, Placit.2.7.1, al., Poll.4.159; alsoὁ τοῦ γάλακτος κ. Arist. Mete. 345a25
;πολιοῖο γάλακτος κ. Arat.511
.b μέγιστος κ. great circle, Autol.Sph.2, al.;μ. κ. τῶν ἐν τῇ σφαίρᾳ Archim.Sph.Cyl.1.30
, cf. Gem.5.70; κ. ἰσημερινός, θερινός, etc., Ph.1.27;χειμερινός Gem.5.7
, Cleom.1.2; ἀρκτικός, ἀνταρκτικός, Gem.5.2,9;ὁ κ. ὁ τῶν ζῳδίων Arist. Mete. 343a24
; ὁ ὁρίζων κ. the horizon, Id.Cael. 297b34; παράλληλοι κ., of parallels of latitude, Autol.Sph.1: in pl., the zones, Stoic.2.196.5 orb, disk of the sun and moon,ἡλίου κ. A.Pr.91
, Pers. 504, S.Ant. 416; ; μὴ οὐ πλήρεος ἐόντος τοῦ κύκλου (sc. τῆς σελήνης) Hdt.6.106: in pl., the heavenly bodies, IG14.2012A9 (Sulp. Max.).6 circle or wall round a city, esp. round Athens,ὁ Ἀθηνέων κ. Hdt.1.98
, cf. Th.2.13, etc.;οὐχὶ τὸν κ. τοῦ Πειραιῶς, οὐδὲ τοῦ ἄστεως D.18.300
.8 in pl., eye-balls, eyes, S.OT 1270, Ph. 1354;ὀμμάτων κ. Id.Ant. 974
(lyr.): rarely in sg., eye,ὁ αἰὲν ὁρῶν κ. Διός Id.OC 704
(lyr.).9 οἱ κ. τοῦ προσώπου cheeks, Hp.Morb.2.50;κύκλα παρειῆς Nonn.D.33.190
, 37.412; but κύκλος μαζοῦ, poet. for μαζός, is f.l. in Tryph.34.11 cycle or collection of legends or poems, ([place name] Crete); esp. of the Epic cycle,ὁ ἐπικὸς κ. Ath. 7.277e
, Procl. ap. Phot.Bibl.p.319 B., cf. Arist.Rh. 1417a15; of the corpus of legends compiled by Dionysius Scytobrachion, Ath.11.481e, cf. Sch. Od.2.120; κ. ἐπιγραμμάτων Suid.s.v. Ἀγαθίας; cf.κυκλικός 11
.III circular motion, orbit of the heavenly bodies,κύκλον ἰέναι Pl.Ti. 38d
;οὐρανὸς.. μιᾷ περιαγωγῇ καὶ κύκλῳ συναναχορεύει τούτοις Arist.Mu. 391b18
; revolution of the seasons,ἐνιαυτοῦ κ. E.Or. 1645
, Ph. 477; τὸν ἐνιαύσιον κ. the yearly cycle, ib. 544;ἑπτὰ.. ἐτῶν κ. Id.Hel. 112
; μυρία κύκλα ζώειν, i.e. years, AP7.575 (Leont.): hence κ. τῶν ἀνθρωπηΐων ἐστὶ πρηγμάτων human affairs revolve in cycles, Hdt.1.207;φασὶ.. κύκλον εἶναι τὰ ἀνθρώπινα πράγματα Arist.Ph. 223b24
, al.;κ. κακῶν D.C.44.29
; κύκλου ἐξέπταν, i.e. from the cycle of rebirths, Orph.Fr. 32c.6.2 circular dance (cf. κύκλιος), χωρεῖτε νῦν ἱερὸν ἀνὰ κ. Ar.Ra. 445
, cf. Simon.148.9, E.Alc. 449 (lyr.).3 in Rhet., a rounded period,περιόδου κύκλος D.H.Comp.19
, cf. 22, 23.b period which begins and ends with the same word, Hermog.Inv.4.8. -
20 πολυπλασιάζω
πολυπλᾰσι-άζω, later form for πολλαπλ-,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολυπλασιάζω
- 1
- 2
См. также в других словарях:
επί — (AM ἐπί) (πρόθεση) Ι. (με γεν.) 1. επάνω σε μια επιφάνεια ή σ ένα σημείο («επί τής στέγης», «καθέζετ ἐπὶ θρόνου») 2. σχετικά με κάτι, σε αναφορά με κάτι («επί τού θέματος, επί τής ουσίας», «ἐπὶ καλοῡ λέγων παιδός») 3. χρονική περίοδος κατά την… … Dictionary of Greek
TAEPOCON — in aliis Codicib. Taenpocon, item Tahenpocon, Festo fuit genus scribendi deorsum versus, ut nunc dextrorsum scribimus. Quarum lectionum cui adhaereant, non habent Eruditi: Quidam tamen observant, habere hoc scribendi genus, aliquid commune… … Hofmann J. Lexicon universale
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
τουρκιά — Χώρα της εγγύς Ανατολής. Το ευρωπαϊκό τμήμα της συνορεύει με την Ελλάδα και τη Βουλγαρία και βρέχεται από το Αιγαίο Πέλαγος, τον Εύξεινο Πόντο και την Προποντίδα. Το ασιατικό τμήμα της συνορεύει με την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, τη Γεωργία, το… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek